31.1.09

Τοπίο 2: Οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής


Η περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος στέκει ως νησίδα πολιορκημένη από αυτές τις τέσσερις λεωφόρους. Κοιτώντας τον τοπογραφικό χάρτη της περιοχής παρατηρεί κανείς ένα ομοιογενές στρώμα από μπετόν να απλώνεται από την οδό Κωνσταντινουπόλεως μέχρι περίπου την οδό Τηλεφάνους, ανάμεσα από τις λεωφόρους Λένορμαν και Αθηνών. Τετραώροφες και πενταόροφες πολυκατοικίες «στριμώχνονται» η μία δίπλα στην άλλη σε ένα σχεδόν ορθοκανονικό σύστημα. Όπως μας πληροφορεί και ο κ.Κώστας, εβδομήντα χρόνια κάτοικος της περιοχής:

«το ’48 με ’50 και πέρα έγινε η αστυφιλία, ήρθε όλη η επαρχία στην Αθήνα, όχι μόνο στην Πλάτωνος […]είχαμε τότε βυρσοδεψία πολλά, καμίνια και κάτι μικροβιοτεχνίες […] την αντιπαροχή την ξεκίνησε ο Καραμανλής, το ’58. Κάθε ένας σαλτιμπάγκος είχε ένα κυβικό ξύλα και έκανε τον μάγκα. Για αυτό ήτανε αναρχία… σε ο,τιδήποτε. Όλα καταργηθήκανε. Εικονικά έβαζε υπογραφή ένας μηχανικός κι έκανε ο άλλος πολυκατοικία χωρίς καμία δομή. Δεν υπήρχε τότε κρατική μέριμνα να γίνει σωστή δουλειά, δεν υπήρχαν αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά έργα. Χτίζανε όλοι σύμφωνα με το βαλάντιό τους».

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως η Ακαδημία Πλάτωνος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των βιομηχανιών και βιοτεχνιών που εγκαταστάθηκαν εκεί, ήταν ένα από τα πρώτα τμήματα της Αθήνας που βίωσε την απότομη πληθυσμιακή αλλαγή και τον «ιδρώτα» της ανοικοδόμησης. Ο Κώστας Χατζιώτης περιγράφει πως:

«Η οδός Άστρους, όπως όλοι σχεδόν οι δρόμοι της συνοικίας ήταν χωματόδρομος ακόμη και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1950 […] Τα σπίτια ήσαν όλα ισόγεια, τα περισσότερα με μεγάλες αυλές που γύρω τους υπήρχαν δωμάτια […] και όπως έγινε με όλη την άλλη Αθήνα, έτσι και εδώ, μέσα σε ελάχιστα μόλις χρόνια, η οδός Άστρους πλημμύρισε από ψυχρούς τσιμεντένιους όγκους, με όλα τα θλιβερά επακόλουθα…»[1]

Η σημερινή ενότητα που παρουσιάζει το τοπίο της περιοχής, πέρα από το ενιαίο της συνολικής μορφής, ξεγελάει τον επισκέπτη του. Η ομοιογενής μορφή που εξωτερικεύει καθίσταται ψευδαίσθηση όταν περιδιαβεί κανείς στο εσωτερικό του και συναντήσει τους μικρόκοσμους που ξετυλίγονται μπροστά του. Τη συνέχεια της τυπολογίας της πολυκατοικίας διαταράσσουν λίγες διάσπαρτες μεσοπολεμικές και νεοκλασικές μονοκατοικίες, τις περισσότερες φορές, όμως, εγκαταλελειμμένες και αφημένες στο έργο του χρόνου, και ανοιχτά οικόπεδα με αναρτημένα τα τηλέφωνα στις πλαϊνές μεσοτοιχίες, δηλώνοντας πως βρίσκονται στο στάδιο αναμονής για την επόμενη σύγχρονη πολυκατοικία. Στα όρια του κτισμένου περιβάλλοντος υπάρχουν οι πλατείες της «Ακαδημίας Πλάτωνος» με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου[2] και του «Σωτήρη Πέτρουλα» δίπλα από σχολικά συγκροτήματα. Δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη ζωτικότητα, όμως, πέρα από τις ώρες λειτουργίας της εκκλησίας και των σχολείων. Το γεγονός αυτό μπορεί να μαρτυρεί την αποστασιοποίηση των κατοίκων από τους σχεδιασμένους δημόσιους χώρους. Οι δρόμοι, όμως, που σχηματίζονται από τα αντικριστά μέτωπα των πολυκατοικιών, διαμορφώνουν δημόσιο χώρο που περιγράφεται από τελείως διαφορετικούς ρυθμούς. Μεγαλύτερη κινητικότητα παρατηρεί κανείς στην κεντρική οδό Πλάτωνος, όπου ο δημόσιος χώρος ορίζεται ως κάτι ανάμεσα στον δρόμο, το πεζοδρόμιο και τα εμπορικά καταστήματα του ισογείου [από το 0 έως τα +5 μέτρα]. Η ιδιωτική πρωτοβουλία καθορίζει το δημόσιο ως το περίσσευμα του κτισμένου περιβάλλοντος, οπότε και τα όρια ποτέ δεν είναι σαφή. Ακόμη παραπέρα, αυτό το dom-ino του Le Corbusier, οι μονάδες κατοίκησης η μία πάνω από την άλλη, προσφέρουν μία ευελιξία ιδιοποίησής τους. Ο καθένας έχει την ευκολία να τους προσδώσει οποιαδήποτε χρήση θέλει. Έτσι, πολλαπλασιάζονται οι ιδιωτικοί μικρόκοσμοι των διαμερισμάτων· κατοικίες, γραφεία, φροντιστήρια, υπηρεσίες, καταστήματα… και οι μικρόκοσμοι αυτοί βγαίνουν προς τα έξω, στη μικροκλίμακα του δρόμου, παίρνοντας μέρος στην δημόσια καθημερινότητα της Ακαδημίας Πλάτωνος. Οι πρόβολοι των πολυκατοικιών αναιρούν τα όρια του ιδιωτικού με το δημόσιο χώρο μέσα από τις συνομιλίες που συναντά τυχαία ο περαστικός του δρόμου, τα απλωμένα ρούχα του ημιωρόφου που ακουμπάει κατά λάθος. Κάθε μπαλκόνι γίνεται ένας προθάλαμος της ιδιωτικότητας και αντίστροφα. Ακόμη, οι ταράτσες διαμορφώνουν ένα ακόμη επίπεδο όπου τα όρια ιδιωτικού και δημοσίου καθιστούνται ασαφή. Αυτό το επίπεδο, βέβαια, αφορά τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς και όχι τους περαστικούς στην περιοχή. «Η σημασία του δώματος περιλαμβάνει αυτό που καλούμε ανάταση, άνοιγμα, ανάδυση, περιλαμβάνει οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό»[3]. Αποτελεί την ήσυχη κορυφογραμμή, όπου ευρισκόμενος κανείς εκεί μεταμορφώνεται στον κατακτητή του βουνού, ξεχνώντας για λίγο τον ρόλο του ελληνικού δώματος ως αποθήκη όσων δεν χωρούν στο διαμέρισμα, και ελέγχει με το βλέμμα του τα μικρογεγονότα της γειτονιάς του, είτε από τα ανοιχτά παράθυρα των ρετιρέ είτε από τα απλωμένα σεντόνια και καλύμματα. Το κάλυμμα ενός κρεβατιού και τα φορεμένα ρούχα «κουβαλούν» τη μυρωδιά, τις αναμνήσεις, τις επιθυμίες, τη ζωή των κατόχων τους. Τα απρόσωπα κτήρια αφήνουν το τυχαίο και ασχεδίαστο της καθημερινότητας να διαμορφώσουν το δημόσιο χώρο, γεγονός που τον καθιστά αυτόματα και τόσο ευάλωτο στους ατέρμονους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στον τόπο αυτόν. Αυτός ο αστικός τρόπος ζωής δεν ακούει σε κάποια συγκεκριμένη μορφική ακολουθία. Κάθε δρόμος αποτελεί και μία ξεχωριστή γειτονιά, οπότε ο αστικός συντελεστής εδώ δεν είναι η επαναλαμβανόμενη μονάδα της πολυκατοικίας, αλλά οι ίδιοι οι κάτοικοι. Ο Κωνσταντίνος Βήτα αναφέρει χαρακτηριστικά στο άρθρο του Επίπεδοι απορροφητήρες[4]:

«Αν για κάποιους αυτές οι περιοχές ήταν ένα πέρασμα, για άλλους εξακολουθούν να είναι τα πράγματα που βγαίνουν και βλέπουν κάθε μέρα. Ακόμα πολλά παιδιά μαθαίνουν ποδήλατο εκεί, ενώ στο πάρκινγκ των σούπερ-μάρκετ ξεπετάγονται οι rollerskaters. Το κάθε τι, παρά την ασφυξία του, γίνεται χώρος κατάληψης. Όλα είναι χρήσιμα. Το αποτέλεσμα; Αφού δεν χρειάζεται αισθητική, αναγκάζεσαι να μετατρέψεις τα σκουπίδια σε κάτι ωφέλιμο και πρακτικό. Αυτή είναι η έννοια της μετάπολης γι’ αυτήν τη γενιά που προσπαθεί να βρει χώρο και να επιβιώσει, στριμώχνοντας τα κομπιούτερ, το κρεβάτι, τα ποδήλατα, τα αυτοκίνητα, τις αφίσες σε χώρους μικροcompact […] Βρισκόμαστε σε περίοδο αλλαγών. Οι περιοχές που δεν είχαν ιδιαίτερο χαρακτήρα θα μεταμορφωθούν πιο εύκολα για τις ανάγκες του μέλλοντος. Πάνω στο μπετόν, το μπετόν συνήθως δεν φαίνεται διαφορετικό. Οι αλλαγές θα γίνουν έτσι κι αλλιώς, χωρίς να ερωτηθούμε, κι ίσως χωρίς να το καταλάβουμε, ξαφνικά, έτσι όπως χτίζεται μία πολυκατοικία δίπλα μας ένα πρωί. Θα ξεφλουδίζεις μία μπανάνα περπατώντας ανώνυμα.»

Η σχέση των κατοίκων με τον αστικό ιστό αλλάζει, όταν σε μία υποβαθμισμένη περιοχή η αξία χρήσης γης αυξάνεται από εξωγενείς παράγοντες και τίποτα δεν μπορεί να παρεμβληθεί για να σταματήσει αυτή τη διαδικασία. Και όσο πιο ταχύτατη η επέμβαση, τόσο πιο δραστική η αλλαγή. Ο χρόνος της πόλης μας έχει αποδείξει τον αντίκτυπο αυτής της διαδικασίας και σε περιοχές της Αθήνας, όπως του Ψυρρή και το Γκάζι. Οι γειτονιές αυτές άλλαξαν σταδιακά χαρακτήρα, οι παλιές χρήσεις γης του μικροεμπορίου αντικαταστάθηκαν από επιχειρήσεις ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Η αναβάθμιση έφερε αύξηση στην αξία κατοικίας και οι κοινωνικές ομάδες με τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπως οι μετανάστες, εκτοπίστηκαν από εκεί. Στην Ακαδημία Πλάτωνος, όπου αυτή η αλλαγή εκτελείται τώρα, μετανάστες που μένουν στις λίγες εγκαταλελειμμένες ή κακοσυντηρημένες μονοκατοικίες φεύγουν από εκεί, ώστε στη θέση τους να ξεφυτρώσει μία ακόμη πολυκατοικία[5]. Ο κ. Τάσος, ιδιοκτήτης συνεργείου δικύκλων στην περιοχή, μας πληροφορεί πως:

«Οι μετανάστες μένουν στα πιο φθηνά και κακοσυντηρημένα σπίτια. Εδώ απέναντι [σ.σ.: επί της οδού Μαραθωνομάχων] θέλανε κάποιοι να φτιάξουν ένα μικρό καταυλισμό, καλύβες. Ξεκίνησαν, όμως, εργασίες για ένα καινούριο κτήριο και τους έδιωξαν […] και στο πάρκο που μένουν καναδυό τσιγγάνοι πρέπει να τους έδωσε λεφτά ο Μπόμπολας [σ.σ.: επιχειρηματίας] και να φύγαν ήσυχα […] Η γειτονιά τώρα έχει αρχίσει να ανεβαίνει».



[1] Κώστας Χατζιώτης, Γειτονιές της παλιάς Αθήνας, το Μεταξουργείο (Κολωνός και Ακαδημία Πλάτωνος), εκδ. Δήμος Αθηναίων – Πολιτισμικός Οργανισμός, 2005, σελ. 64

[2] Χτίστηκε το 1854 επί δημαρχίας Ιωάννου Κόνιαρη στη θέση της παλαιότερης που κατασκευάστηκε το 1835 ως οικογενειακό κοιμητήριο από τον Ιωάννη Καρατζά, μεγαλογαιοκτήμονα στην εποχή της επαναστατικής Ελλάδας.

[3] Βασιλική Νάκου, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier, επιμέλεια: Παναγιώτης Τουρνικώτης, εκδόσεις FUTURA, 2005, σελ. 95

[4] Κωνσταντίνος Β., Επίπεδοι απορροφητήρες, Μετάπολις 2001/ Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, επιμέλεια Γιάννης Αίσωπος, Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Atermon, 2001, σελ. 210

[5] Το γνωστό πλέον φαινόμενο της εξυγίανσης [gentrification] των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών, όπου η αξία χρήσης γης λόγω της αναβάθμισής τους επιφέρει προσθετικά επόμενες καταστάσεις μετασχηματισμών.



Δεν υπάρχουν σχόλια: