1.11.08

IV

«Ο τόπος αποτελεί το συγκεκριμένο πλαίσιο ανθρώπινων ενεργειών, αισθημάτων, σκέψεων, διαθέσεων, προθέσεων. Εξ αυτού προκύπτει ότι αντιλαμβανόμαστε, ότι αποκτούμε γνώση ενός τόπου, από τη στιγμή που ο τόπος αυτός έχει αποτελέσει το μέσον ή το αντικείμενο ανθρώπινων ενεργειών ή σκέψεων. Αντίθετα, ο χώρος είναι μία αφηρημένη έννοια. Περιλαμβάνει τους τόπους. Αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξής τους, αλλά με τη σειρά του δεν γίνεται νοητός παρά μέσω αυτών. Η σχέση ανάμεσα στους δύο είναι αμφίδρομη. Ο άνθρωπος ζει, αισθάνεται, εκφράζεται, σχεδιάζει, αποκτά εμπειρίες σε έναν τόπο με τον οποίο συνδέεται ποικιλοτρόπως (αρνητικά ή θετικά), σε βαθμό που ο τόπος να αποτελεί στοιχείο της προσωπικής του ή της συλλογικής ταυτότητας. Ο χώρος δεν υπέρκειται του τόπου, ενέχεται σε αυτόν. Αποτελεί τη βάση της θεωρητικής σύλληψης γεγονότων και καταστάσεων, τη βάση για την κατανόηση των «άλλων». Είναι στο αφηρημένο επίπεδο του χώρου που γίνεται ο λόγος για την ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα σε πράγματα και ανθρώπους και καταστάσεις.»*

* Το Ελληνικό Τοπίο, Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, επιμέλεια Παναγιώτη Ν. Δουκέλλη, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Νοέμβριος 2007, σελ. 14

«το τοπίο είναι η τροφή που προσφέρεται στα μάτια μας, στις αισθήσεις μας, στη νοημοσύνη μας, στις καρδιές μας.»


Le Corbusier, Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής



«Με τον όρο τοπίο (landscape) νοείται ένα μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής, έτσι όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τους ανθρώπους, και του οποίου ο χαρακτήρας προκύπτει από τη δράση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, όπως και από τις αναμεταξύ τους αμοιβαίες επιδράσεις» [1]. Αρχικά, ο όρος «τοπίο», χρησιμοποιείτο από την επιστήμη της Γεωγραφίας για να καθορίσει ένα κομμάτι γης με συγκεκριμένα γεω-μορφολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να απεικονιστούν σε έναν χάρτη. Αργότερα, προστέθηκε σε αυτόν και το ανθρώπινο στοιχείο, οπότε και το τοπίο άρχισε να παίρνει τον χαρακτήρα μιας πολυδιάστατης έννοιας, που εμπεριέχει φυσικά και πολιτισμικά στοιχεία. Εφόσον κάθε τοπίο είχε διαφορετικά κωδικοποιημένα τα όποια αυτά στοιχεία, υπήρξαν και διαφορετικοί τρόποι απεικόνισής του (στη ζωγραφική, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και άλλα). Έτσι, ξεκίνησε μια τάση όπου το τοπίο αποτελούσε και μία εικονογραφία (picturesque), οπότε και εμφανίστηκε η αισθητική αντίληψη για αυτό. «Το γραφικό (picturesque) τελικά σημαίνει ό,τι είναι άξιο να παρασταθεί ζωγραφικά, λόγω της χαρακτηριστικής δομής και της εμφάνισης που διαθέτει, που είναι σύμφωνη προς τις ιδιαίτερες παραστατικές δυνατότητες της ζωγραφικής τέχνης.»[2] Τη βιομηχανική εποχή, που τα αστικά κέντρα είχαν αρχίσει να γίνονται ασφυκτικά από τις εργοστασιακές δομές και τη συσσώρευση κόσμου, και δημιουργείτο ένα περιβάλλον απομακρυσμένο από τη φύση, δημιουργήθηκαν ξανά ωραιοποιημένοι κήποι (Αγγλία), «εξωτερικά» περιβάλλοντα, πιο ελκυστικά από τα αστικά κέντρα για αισθητικούς λόγους (η γέννηση των οποίων απαντάται από την Αναγέννηση). Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα επικρατεί στη Δύση μία άποψη για την Ελλάδα που την ταυτίζει με το όμορφο, το μεγαλοπρεπές, το χαριτωμένο και το γραφικό.


«η Ελλάδα από όλες τις χώρες παρουσίαζε την πιο επιβλητική, την πιο ποικίλη όψη: εύφορες πεδιάδες, πόλεις ακμάζουσες, έθνη πολεμικά και φωτισμένα, παντού μνημεία που θύμιζαν μεγάλα κατορθώματα, μάρμαρα, χαλκός που αποτύπωναν την ομορφιά, τους ήρωες ή τους θεούς.»

(Α. Κουμαριανού, 1962: 7)

Ήταν και μία περίοδος που Ευρωπαίοι περιηγητές ταξίδευαν στην Ελλάδα για να ανακαλύψουν αυτά τα γραφικά τοπία, που αποτελούσαν όμως μία ιδέα, ένα όραμα, πριν καν τα επισκεφτούν. Για αυτό και στις τοπιογραφίες της εποχής, του ελλαδικού χώρου, συναντάμε σχεδόν αποκλειστικά τα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας, απομονωμένα από μία κοινωνική πραγματικότητα. «Καρπός της αίσθησης και της νόησης, το τοπίο της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας υπήρξε ένα τοπίο πνευματικό, που διαγραφόταν πάνω σε ένα υπερβατικό διάστημα […] Ο ελληνικός πολιτισμός θεωρούταν (και εξακολουθεί να θεωρείται) ως το λίκνο του δυτικού πολιτισμού, γεγονός που απέδιδε μια υπεριστορική αξία στην αρχαία Ελλάδα και, παράλληλα έναν υπερβατικό και εσχατολογικό χαρακτήρα: η Ελλάς, η αρχαία Ελλάδα, όφειλε να είναι ορατή, έστω και υπαινικτικά, για να είναι ισχυρή.»[3]

«συνάντησα στην Ελλάδα πολλούς καλλιτέχνες, Άγγλους και Γερμανούς, που ζωγράφιζαν ή παίρναν διαστάσεις, ώρες ατελείωτες και με τη σχολαστικότητα του πιο ευσυνείδητου σχολιαστή, αυτών των μνημείων, αυτών των ευγενικών δημιουργημάτων της μεγαλοφυΐας. Αξιοθρήνητοι σκλάβοι των κανόνων, του ελαχιστότατου καπρίτσιου των αρχαίων, κάθονται και γράφουν ολόκληρους τόμους για να διορθώσουν ένα λάθος σχετικά με τις διαστάσεις ενός επιστυλίου. Εγκαθίστανται στην Αθήνα επί οχτώ χρόνια με σκοπό να ζωγραφίσουν τρεις κολώνες […] και μετά από πολυετείς προσπάθειες οι θλιβερές τους ακουαρέλες καταφέρνουν επιτέλους ν’ αγγίσουν τον ύψιστο βαθμό της βαρετής τελειότητας»


Κόμης ντε Φορμπέν, 1817


«Τελικά, η εικόνα της ελληνικής επανάστασης ήταν αυτή που κατήργησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, που επί αιώνες κράτησε η αρχαία Ελλάδα, διαιωνίζοντας ένα πάγιο πλαίσιο για τη θέαση της ελληνικής πραγματικότητας. Η ελληνική επανάσταση, που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τις φιλελεύθερες συνειδήσεις, ενεργοποίησε τις δυνάμεις του ρομαντισμού και πλούτισε τις ευρωπαϊκές εικαστικές εμπνεύσεις με νέα φαντασμαγορική θεματογραφία […] κατά την τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα παρατηρείται μία προοδευτική μετατόπιση του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών, που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, από την απλή τοπογράφηση των αρχαιολογικών χώρων στη δημιουργία υποβλητικών, ρομαντικών συνθέσεων με κλασικές αναφορές (και αργότερα την προσπάθειά τους να αποδώσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα) […] οι κάτοικοι της σημερινής Ελλάδας έχουμε, σχεδόν, στερηθεί την πολυτέλεια να εντοπίζουμε –μέσα στο φυσικό μας περιβάλλον- στοιχεία, που αισθητοποιούν την ιστορικότητά μας. Πέρα, λοιπόν, από τις εκτιμήσεις γύρω από τα κίνητρα των δημιουργών, το σύνολο των έργων ελληνικής θεματογραφίας που φιλοτέχνησαν οι Ευρωπαίοι τοπιογράφοι του 18ου και 19ου αιώνα καθώς και Έλληνες ομότεχνοί τους συνιστά ένα σύνολο οπτικών μαρτυριών, που συμβάλλουν στην ανασύνθεση του φυσικού σκηνικού της νεότερης Ελλάδας.»[4]


Σήμερα, μία εποχή που όλα είναι συγκεχυμένα, και που προσπαθούμε να βρούμε ποια είναι η αστική και ποια η περιφερειακή ταυτότητα, ενώ, ταυτόχρονα, η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, τη φύση, μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί διαταραγμένη, η έννοια του τοπίου και οι επιστήμες που ασχολούνται με αυτήν, έχουν αρχίσει να αποκτούν μείζονα σημασία στο διάλογο ανθρώπου και τοπίου. «Η οικολογία της δράσης συμβαίνει όταν λαμβάνει κανείς υπόψη την πολυπλοκότητα, το ρίσκο, το τυχαίο, την πρωτοβουλία και την αποφασιστικότητα για το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο»[5]



[…] το τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς, σύνολο της γης, φυτών και υδάτων, είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη.


Οδυσσέας Ελύτης


[1] Ευρωπαϊκή σύμβαση για το τοπίο, Φλωρεντία, 2000

[2] Το Ελληνικό Τοπίο, Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, επιμέλεια Παναγιώτη Ν. Δουκέλλη, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Νοέμβριος 2007, σελ. 188

[3] Ό.π, σελ. 206, 226

[4] Ό.π, σελ. 217, 222

[5] Edgar Morin, Land&ScapeSeries: Los mismos paisajes, the same landscapes ideas and interpretations, Teresa Gali – Izard.

Δεν υπάρχουν σχόλια: