27.1.09

Από την κατάργηση των ορίων στην καθημερινότητα της σύγχρονης δυτικής πόλης.

Οι απαρχές της μορφής της σύγχρονης δυτικής πόλης, όχι μόνο αυτής του κτισμένου περιβάλλοντος, αλλά και των κοινωνικών σχέσεων και δομών που τη συνθέτουν, εντοπίζονται στο ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης του 18ου και 19ου αιώνα αρχικά στη Βρετανία, και αργότερα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Μέχρι και τον 18ο αιώνα τα κέντρα των πόλεων καθορίζονταν από σαφή γεωγραφικά όρια τα οποία ταυτίζονταν τις περισσότερες φορές με τα περίκλειστα τείχη τους. Νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν δίπλα από αυτά και προσέφεραν εργασία στα πλήθη που προσέρεαν εκεί. Αυτό οδήγησε σε απότομη αύξηση του πληθυσμού, η οποία με τη σειρά της έφερε νέες συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις. Οι ανάγκες για την εγκατάσταση του νεοφερμένου πληθυσμού είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση των τειχών των πόλεων αφού νέες κατοικίες κατασκευάστηκαν έξω από αυτά, γύρω από τα εργοστάσια. Το μέγεθος [γεωγραφικό και πληθυσμιακό] παύει να προσδιορίζεται από τα τείχη. Τα όρια δεν είναι πλέον διακριτά και συνεχώς μεταβάλλονται.

Η αλλαγή της κλίμακας χαρακτηρίζει το φαινόμενο της σφοδρής αστικοποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο, η οποία προκάλεσε ριζικές αλλαγές στον τρόπο αντίληψης της αστικής κατοίκησης. Οι νέοι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από τις πρωτογενείς παραγωγικές ασχολίες -όχι μόνο επειδή δεν καλλιεργούσαν αλλά και λόγω της επέκτασης του χτισμένου περιβάλλοντος. Αυτό με τη σειρά του αποτέλεσε την αιτία δημιουργίας μικρών εμπορικών καταστημάτων, ώστε να καλύπτονται κάποιες βασικές ανάγκες. Όσο περισσότερο έχαναν οι κάτοικοι των πόλεων την επαφή με το έδαφος [τη γη], τόσο αυξανόντουσαν και οι εμπορικές δραστηριότητες. Η αστική ζωή αρχίζει να διαχωρίζεται ως τρόπος κατοίκησης από την αγροτική. Στην αστική ζωή ο κάτοικος απομονώνεται, χάνεται μέσα στην πυκνότητα κόσμου και γεγονότων, αλλά ταυτόχρονα απελευθερώνεται ως άτομο και βρίσκει ευκαιρίες για κοινωνική ανάδυση και ευημερία. Η αγροτική κατοίκηση χαρακτηρίζεται από τις συνθήκες κοινοτικής διαβίωσης όπου οι σχέσεις των ανθρώπων εκεί είναι πιο στενές και προσωπικές κυρίως λόγω και της μικρής κλίμακας που ανάγκαζε σε σταθερή γειτνίαση[1]. Το απρόσωπο της πόλης ταυτιζόταν με τη «διάλυση των οικογενειακών δεσμών και της διάβρωσης των ανθρωπίνων σχέσεων»[2] και η πληθυσμιακή συσσώρευση μεταφραζόταν σε ατομική εξαθλίωση και ανθυγιεινό περιβάλλον. Η ύπαιθρος φάνταζε ως ο καθαρός τόπος με τους ωραίους κήπους και τις υγιείς κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η αντίθεση πόλης και υπαίθρου γέννησε διάφορες ιδέες για το μέλλον των πόλεων. Ο Georg Simmel ήταν από τους πρώτους που περιέγραψαν το αίσθημα της ελευθερίας και της αβεβαιότητας που αιωρούνταν ταυτόχρονα πάνω από τον αστικό ουρανό[3]. Ενώ κάποιοι θεωρούσαν πως πρέπει να ξεφύγουμε από την αστική ζωή για να μπορέσουμε να έχουμε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, επιστρέφοντας στην αγροτική, κάποιοι άλλοι, αν και έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο τις σύγχρονές τους συνθήκες αστικής κατοίκησης, θεωρούσαν πως η πόλη μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα καλύτερο περιβάλλον μέσω του σχεδιασμού, τόσο όσον αφορά την υγιεινή, όσο και τις κοινωνικές σχέσεις στους χώρους που θα δημιουργούντο[4]. Πέρα από τα πολεοδομικά –και όχι μόνο- σχέδια και τις ουτοπικές προτάσεις που έγιναν, το σημαντικό είναι πως η νεωτερική πόλη προσέφερε την ελπίδα απαλλαγής από τις άθλιες συνθήκες συνδιαβίωσης και την μετατροπή της σε ένα απελευθερωτικό περιβάλλον. Οι συνεχείς μεταβολές του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με το άνοιγμα της ελεύθερης αγοράς και της αγοράς εργασίας έφεραν και νέες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Η προβιομηχανική κοινωνία έχει εξελιχθεί πλέον, από την αριστοκρατική γαιοκτησία, σε αστικοκεφαλαιοκρατική, κυρίως με την ανάπτυξη της εμπορικής κινητικότητας που έφερε η βιομηχανική επανάσταση, οπότε και η αστική γίνεται η πρωτεύουσα τάξη[5].

Ο πληθυσμός δε σταμάτησε να μετακινείται προς τις πόλεις με την ελπίδα της «ευκαιρίας», παρόλο που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Η συνεχής εισροή νέων κατοίκων δημιουργούσε διαχωρισμούς ανάμεσα σε αυτούς και τους παλαιότερους, κάτι το οποίο ανακυκλωνόταν περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές διεργασίες. Ο διαχωρισμός όρισε και τη διάκριση των κατοίκων σε κοινωνικές τάξεις, όπου η εγκατάσταση στο χώρο και ο ρόλος τους μέσα στην πόλη αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία διαχωρισμού. Οι αστοίεργατική τάξη στα εγκαταλελειμμένα από τους αστούς κτήρια ή στα βιομηχανικά προάστια. Η πόλη αποτελεί πλέον το όριο και τον τόπο όπου εξελίσσονται οι κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνία των πόλεων του 19ου αιώνα, με τις εντάσεις και τις κρίσεις της, αποτυπώνεται στο κτισμένο περιβάλλον, τη διάρθρωση των λειτουργιών, την τυπολογία των κτηρίων, την κλίμακα και τη συσχέτιση των δραστηριοτήτων. Ο κρατικός παρεμβατισμός έρχεται για να «προστατεύσει» την πόλη από τις κοινωνικές αναστατώσεις, να δώσει ένα πρότυπο οργάνωσης στο χώρο της συλλογικής ζωής. Η πολιτική λειτουργία, που καταχράται η εκάστοτε [ανώτερη] τάξη, μπορεί να αποτελέσει πλέον «όργανο ελέγχου της εξέλιξης του κοινωνικού σχηματισμού»[6] και του δομημένου χώρου [ιδιωτικού και δημόσιου]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πολεοδομικές παρεμβάσεις του Βαρόνου Haussmannου αιώνα [1850 – 1860]. Οι νέες φαρδιές λεωφόροι προσφέρονταν για στρατιωτικό έλεγχο σε περίπτωση κοινωνικών αναταραχών ενώ ταυτόχρονα άνοιξαν το πεδίο για μία διαφορετική εκδοχή του δημοσίου χώρου της πόλης. Παράπλευρα των λεωφόρων αναπτύχθηκαν ιδιωτικά οικοδομήματα [έως πέντε ορόφων] που στο ισόγειο στέγαζαν εμπορικά καταστήματα. Οι λεωφόροι κατέκτησαν το ρόλο του δημόσιου χώρου με την αλληλεπίδραση του αστικού πλήθους που συγκεντρωνόταν γύρω από τις βιτρίνες. κατοικούσαν στο κέντρο, όπου χειρίζονταν τις υπηρεσίες που συγκεντρώνονταν εκεί, αλλά και στα «καθαρά» προάστια, ενώ η στο Παρίσι του 19

Στον 20ο αιώνα η πόλη μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Η αστικοποίηση παραγάγει μητροπολιτικές δομές. Τα πλήθη γίνονται μία μάζα που κινείται στον αστικό χώρο. Ο δημόσιος χώρος παύει να καθορίζεται από τα μέτωπα συνάντησής του με τον ιδιωτικό και σταδιακά χάνεται η σαφήνεια του διαχωρισμού τους. Το ιδιωτικό χάνει την έννοια του οικείου και το δημόσιο την έννοια της συνεύρεσης και αλληλοεπικοινωνίας. Ο 20ος αιώνας είναι ο αιώνας του εαυτού, όπου η ατομικότητα αποθεώνεται και ο άνθρωπος της μητρόπολης έχει τη δυνατότητα να διαφύγει από ένα συλλογικό μόρφωμα. Οι θεωρίες του Φρόιντ [Freud] που αφορούν το κρυμμένο υποσυνείδητο και τα απραγματοποίητα όνειρα του ατόμου διαβάζονται για πρώτη φορά την εποχή που αναδύεται ταχύτατα ο μαζικός καταναλωτισμός στις αστικές κοινωνίες. Οι μάζες που είχαν κατακλύσει τις πόλεις του 20ου αιώνα μπορούσαν πλέον να χειραγωγηθούν από τις εμπορικές – και όχι μόνο- επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι ο κάτοικος της πόλης ένιωθε

ελεύθερος και ανεξάρτητος του έδινε την ευκαιρία να ζει «εγωιστικά», ατομικά˙ «ποθούσε» την αγορά και την κατανάλωση του «επιπλέον». Οι θεαματικές εξελίξεις στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας προσέφεραν τη δυνατότητα για μαζική και χαμηλού κόστους παραγωγή προϊόντων. Οι λεωφόροι του Παρισιού αποτελούσαν παλιότερα τον κατεξοχήν δημόσιο χώρο που στέγαζε εμπορικά καταστήματα απευθυνόμενα κυρίως στην αστική τάξη. Στον 20ο αιώνα, με τη μαζική παραγωγή, ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει από ένα καινούριο προϊόν. Ο κάτοικος εξισώνεται πλέον με την κατανάλωση αγαθών που προσφέρει η πόλη.

Ο μαζικός καταναλωτισμός, χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, διαμόρφωσε σε πολλές περιπτώσεις δυτικών πόλεων την οργάνωση του χώρου. Από τις κλειστές εμπορικές στοές και τις υπαίθριες αγορές έχουμε καταλήξει σήμερα στα τεράστια σε όγκο ιδιωτικά Mall που αντικαθιστούν το δημόσιο χώρο, αποκομμένα από τον ιστό της πόλης, δίπλα από δρόμους μαζικής κυκλοφορίας. Το τέλος της «παλιάς» πόλης, η ανανέωση του οικοδομικού πλούτου με την ταυτόχρονη συσσώρευση κόσμου, η αλλαγή της ταχύτητας κίνησης λόγω της ολοένα και αυξανόμενης χρήσης του αυτοκινήτου, η συνεχής επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων χαρακτηρίζουν τη βιομηχανική και μετα-βιομηχανική κοινωνία που εξελίσσεται έτσι όπως αποτυπώνεται στη σημερινή μορφή των δυτικών πόλεων που κατοικούμε.

Η σημερινή πόλη, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από διάχυση των μη διακριτών και ολοένα αυξανόμενων ορίων της. Η πολυπλοκότητα των ανθρώπων και τα γεγονότα που δημιουργεί η καθημερινή αλληλεπίδρασή τους, σε συνδυασμό με την πολλαπλότητα των πληροφοριών και τρόπων επικοινωνίας, διαμορφώνουν τον αστικό ιστό. Σύμφωνα με τον Henry Lefebvre, στη νεοκαπιταλιστική κοινωνία η δυναμική της πόλης, ορίζεται και δια-γράφεται από την καθημερινότητα της πόλης, τον αστικό τρόπο ζωής [urbain]. Η οργάνωση του χώρου υφίσταται από το ρόλο, τη θέση των κατοίκων και τη μεταξύ τους σχέση. Οι [ανώτερες] κοινωνικές ομάδες έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν σε αυτόν ταχύτατα ή (και) ριζικά, άμεσα ή έμμεσα, μέσα από διοικητικές, νομικές και άλλες διατάξεις. Η καθημερινή κινητικότητα, όμως, μπορεί να ορίσει η ίδια τη χρήση του χώρου όπου διαδραματίζεται. Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά, ποσοτικά και ποιοτικά, στις εκάστοτε παρεμβάσεις αποδεικνύει το βαθμό της συλλογικής συνείδησης που μπορεί να έχουν κατακτήσει οι άνθρωποι που τη διαμορφώνουν, σε σχέση με το έδαφος το οποίο κατοικούν.


[1] Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για τις κοινωνικές σχέσεις της πόλης ως gesellschaft, σχέσεις απρόσωπες και συχνά συμβατικές που έρχονται σε αντίθεση με αυτές της αγροτικής ζωής, της υπαίθρου, που είναι σχέσεις δεμένες και πιο κλειστές, σχέσεις γειτνίασης (gemeinschaft). [Deborah Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, Πρόλογος και επιστημονική επιμέλεια Γιάννη Γιαννιτσιώτη, σελ.48]

[2] Ό.π , σελ. 61

[3] Georg Simmel, Πόλη και ψυχή, μτφρ Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ Έρασμος, Αθήνα, 1993

[4] Οι ιδέες για τις ουτοπικές πόλεις είναι η πρόταση στις δυσμενείς συνθήκες του αστικού τρόπου ζωής. Συνδύαζαν τα καλύτερα στοιχεία της πόλης με αυτά της υπαίθρου, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουν να πλησιάσουν τον ρεαλιστικό σχεδιασμό. Παρ΄όλα αυτά έδωσαν τροφή για έναν διάλογο που αφορά την εξέλιξη της δυτικής πόλης ως σήμερα, προοικονομώντας την οργάνωση του χώρου -ιδιωτικού και δημόσιου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κηπούπολη του Ebenezer Howard.

[5] Η κοινωνική ομάδα των εμπόρων και βιοτεχνών απέκτησε δικαιώματα στην εξουσία και διαχείριση του χώρου κυρίως λόγω της ανάπτυξης της εμπορικής κινητικότητας και επικοινωνίας στον κόσμο των πόλεων του 19ου αιώνα.

[6] Παντελής Λαζαρίδης, εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, Οργάνωση του Χώρου στην Αστική Πόλη, του βιβλίου του Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια – Η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, 1974, σελ.11



Δεν υπάρχουν σχόλια: