27.1.09

Η εξέλιξη της πόλης της Αθήνας [1834 – σήμερα]

Η πόλη της Αθήνας αποκτά έναν πρώτο αστικό πυρήνα μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και κηρύσσεται πρωτεύουσα του έως τότε επισημοποιημένου ελληνικού κράτους [1834]. Κατεδαφίζεται το τείχος του Χασεκή, το οποίο κατελάμβανε 1.104 στρέμματα[1], και η πόλη επεκτείνεται αρχικά με το πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert και αργότερα με τις αλλαγές που επέφερε το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze. Η κοινωνική σύνθεση της νέας πρωτεύουσας βρήκε τον νεοκλασικισμό ως μέσο έκφρασης του δομημένου περιβάλλοντος. Πρόκειται περισσότερο, βέβαια, για έναν ρυθμό εκλεκτικισμού, προϊόν του ευρωπαϊκού ρομαντικού κινήματος [σε συνδυασμό με ελληνιστικά και ρωμαϊκά στοιχεία], η επιρροή του οποίου οφείλεται κυρίως στη βαυαρική αυλή που ασκούσε εξουσία την εποχή αυτή. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η Αθήνα εξελίσσεται σταδιακά σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα[2]. Ο πληθυσμός της φτάνει τους 70.000 κατοίκους και η πόλη εκσυγχρονίζεται μαζί με την ακμάζουσα αστική τάξη που δημιουργείται. Τα πρώτα προάστια που δημιουργήθηκαν από τους αστούς και περιγράφονταν από κατοικίες αυτού του υβριδικού εκλεκτικισμού, ενσωματώνονται στον αστικό ιστό. Οι μικροαστοί, οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι εργάτες που αποικούσαν την Αθήνα άρχισαν κι αυτοί να μιμούνται το νεοκλασικό στοιχείο των αστικών μεγάρων, μέσα από τον αυτοσχεδιασμό και τη φαντασία. Μέσα σε ένα καλοκαίρι, όμως, ισοπεδώθηκαν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην πρωτεύουσα, κυρίως με την έλευση των προσφύγων από τα μικρασιατικά παράλια το 1922. Ο πληθυσμός αυξάνεται απότομα, οι ανάγκες για στέγαση και προσφορά εργασίας αναδύονται ταυτόχρονα με την αρχική φάση εκβιομηχάνισης στην πόλη της Αθήνας. Ο Χρίστος Ιακωβίδης, στο βιβλίο του Νεοελληνική αρχιτεκτονική και αστική ιδεολογία μας πληροφορεί πως:

Οι στεγαστικές πιέσεις επιταχύνουν την απόρριψη της πολυτελούς κοσμικής μεγαλοαστικής ενδυμασίας. Πιέσεις προκύπτουν από τις συνεχείς επεκτάσεις του «σχεδίου πόλεως» και αποζητούν λύσεις στο τρόπο συμβίωσης των αστών μεταξύ τους. Η Αθήνα για παράδειγμα, το 1824, είχε 9.040 κατοίκους. Το 1921 –πριν έρθουν οι πρόσφυγες-, 194.070. Το 1922 παρουσιάζει 69% αύξηση πληθυσμού με την άφιξη 129.380 ατόμων στην πόλη και 82% στον Πειραιά με την ένταξη 101.185 νέων κατοίκων.

Οι νέες συνθήκες διαβίωσης δημιούργησαν καινούριες ανάγκες, οπότε και εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ελληνικό αστικό χώρο διάταξη από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό [Γ.Ο.Κ.] που επισημοποιεί την ομαδική κατοίκηση. Το 1919 ορίζεται πολεοδομικό διάταγμα για τα ύψη των οικοδομών, το 1922 συμπληρωματικό διάταγμα για την επαύξηση των υψών, το 1923 διάταγμα για τις αρχιτεκτονικές «προεξοχές» και το 1929 το καθοριστικό για τη μετέπειτα αστική δόμηση «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» [8741/1929][3]. Οι αλλαγές στους πολεοδομικούς κανονισμούς είναι η αρχή της «πολυκατοικίας», έτσι όπως εξελίσσεται έως και σήμερα. Βέβαια, η μορφή και η λειτουργία της πολυκατοικίας του μεσοπολέμου ακολουθεί την εσωστρέφεια της παραδοσιακής και νεοκλασικής μονοκατοικίας. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο, τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, η μορφή και λειτουργία της πολυκατοικίας υιοθετεί έναν πιο εξωστρεφή χαρακτήρα.

Η αστικοποίηση είναι πολύ πιο έντονη, λόγω της αναζήτησης καλύτερων συνθηκών διαβίωσης από κατοίκους της επαρχίας, που είχε θρυμματιστεί από τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Πληθυσμός συρρέει στην Αθήνα και παρόλο που η μερική εκβιομηχάνιση προσέφερε εργασία σε πολλούς, στη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών βοήθησε η συνθήκη της αντιπαροχής [ανταλλαγή γης με επιφάνεια διαμερίσματος]. Η στέγαση μέσω της αντιπαροχής κυριάρχησε στην ανοικοδόμηση της Αθήνας για τις τρεις επόμενες δεκαετίες -και συνεχίζει ακόμη και σήμερα να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον ιστό της πόλης. Μπορεί το 1933 να τελέστηκε το 4ο διεθνές αρχιτεκτονικό συνέδριο στην Αθήνα, όπου οι κορυφαίοι τότε αρχιτέκτονες έθεταν τις αρχές για την μοντέρνα πόλη, για το πώς θα έπρεπε να είναι μία σύγχρονη πόλη για τον άνθρωπο, όμως η Αθήνα υιοθέτησε πολλές από αυτές τις αρχές ασυνείδητα και με έναν «μιμητικό» τρόπο. Για τον Kenneth Frampton η Αθήνα είναι ο παράδοξος τόπος του μοντερνισμού στο μεταμοντέρνο, τόσο ως λειτουργικό πρόγραμμα όσο και ως μορφολογική γλώσσα[4]. Η ιδιωτική πρωτοβουλία μεσουρανεί και καθορίζει τον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Με τον «νόμο» της αντιπαροχής ο καινούριος άποικος της Αθήνας γίνεται αυτόματα ιδιοκτήτης και αστός, ενώ η πολιτεία απαλλάσσεται από την ευθύνη της στέγασης όλου αυτού του πληθυσμού που συσσωρεύεται και πυκνώνει στην πρωτεύουσα[5]. Όπως έχει γράψει και ο Henry Lefebvre το 1977 στο βιβλίο του Δικαίωμα στην Πόλη, Χώρος και Πολιτική:

«Στην Αθήνα μία σχετικά σημαντική εκβιομηχάνιση τράβηξε προς την πρωτεύουσα κατοίκους των κωμοπόλεων και τους χωρικούς. Η σύγχρονη Αθήνα δεν έχει πια τίποτε κοινό με την αρχαία πόλη, ξανασκεπασμένη, απορροφημένη, σκορπισμένη άναρχα. Τα μνημεία και οι χώροι [Αγορά, Ακρόπολη] που επιτρέπει να ξαναβρούμε την αρχαία Ελλάδα, δεν αποτελούν πια παρά μονάχα τόπο αισθητικού προσκυνήματος και τουριστικής κατανάλωσης […] ωστόσο, ο οργανωτικός, πυρήνας της πόλης παραμένει πολύ ισχυρός. Ο περίγυρός της που αποτελείται από καινούριες γειτονιές και ημι-παραγκουπόλεις, κατοικημένες από ανθρώπους ξεριζωμένους και αποδιοργανωμένους, εξασφαλίζει στον πυρήνα τεράστια ισχύ. Η γιγαντιαία άμορφη σχεδόν συγκέντρωση επιτρέπει σε εκείνους που κρατούν τα κέντρα απόφασης τις χειρότερες πολιτικές επιχειρήσεις.»

Μέχρι το 1970 περίπου η αστικοποίηση της Αθήνας αφορούσε έναν κάτοικο μίας μεγαλούπολης –πλέον- που έφερνε, όμως, μαζί του την ιδιοσυγκρασία του κατοίκου της επαρχίας. Η συμπεριφορά του και η επικοινωνία με τον χώρο και τα γεγονότα της μεγαλούπολης ήταν κάπως μουδιασμένες, δεν προλάβαινε να αντιδράσει στην ταχύτατη διεργασία που απαιτούσε η κατοίκηση σε μία τέτοια πόλη. Τα προάστια αυξήθηκαν και αστικοποιήθηκαν με αποτέλεσμα σήμερα να εντάσσουμε στον αστικό ιστό της Αθήνας την περιφέρεια και τις προαστιακές περιοχές της , όπως το Κιάτο, όπου η πρόσβαση εκεί είναι εύκολη λόγω του προαστιακού σιδηροδρόμου, ή άλλες περιοχές όπως τα Σπάτα και το Λαύριο, που με τη διάνοιξη της Αττικής οδού οι αποστάσεις από αυτές «μηδενίζονται». Το ανολοκλήρωτο της Αθήνας με τη συνεχή ανοικοδόμηση δεν έχει σταματήσει να υπενθυμίζει την υπόσχεση που μπορεί να προσφέρει αυτή η πόλη για μία διαφορετική συνθήκη κατοίκησης και προσφορά εργασίας. Μπορεί οι πρόσφατες πολεοδομικές και κτηριακές παρεμβάσεις στον αστικό της χώρο [από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 και μετά] να άλλαξαν απότομα το τοπίο και την εικόνα της σε αρκετά σημεία, όμως πολλές από αυτές τις εγκαταστάσεις δεν κατάφεραν να ενταχθούν στην καθημερινότητα της πόλης. Η Αθήνα προσπαθεί να γίνει μία πρωτεύουσα ανεξάρτητη, όπως και πολλές άλλες στην Ευρώπη [Λονδίνο, Παρίσι κ.ά.]˙ μία πόλη με παγκόσμια εμβέλεια, που θα συγκεντρώνει όχι μόνο φήμη, αλλά και επιχειρήσεις οικονομικού ενδιαφέροντος και διεθνών υπηρεσιών και επικοινωνιών. Είναι προφανές πως έχει ξεπεράσει τον χαρακτήρα της μητρόπολης. Τείνει να αποκτήσει δομές όπως μία γενική πόλη, όπου η περιφέρεια και το κέντρο αλληλεπιδρούν, κυρίως οικονομικοί μετανάστες από την Ασία, την Αφρική και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, διαμορφώνουν τις δικές τους γειτονιές στο κέντρο και η ιστορία παίζει το ρόλο του τουριστικού θέρετρου και των αρχαιολογικών περιπάτων[6]. Για τον Rem Koolhaas η μετάπολις είναι «η πόλη που έχει απελευθερωθεί από τον ζουρλομανδύα της ταυτότητας»[7]. Η Αθήνα, όμως, συνεχίζει να προβληματίζεται για τον χαρακτήρα της. Το γεγονός ότι κρατάει ζωντανές όλες τις εποχές που έχει διανύσει, διαστέλλοντας την πολυπλοκότητά της, γεννάει ερωτήματα ως προς την ταυτότητά της. «Η πόλη μεγαλώνει πάνω στον εαυτό της, αποκτάει συνείδηση και μνήμη του εαυτού της»[8]. Η διάχυση του σήμερα είναι ορατή στον αστικό τρόπο ζωής όπου οι συνεχείς ροές κινητικότητας και καταστάσεων περιπλέκονται και διαμορφώνουν τον χώρο της καθημερινότητας γύρω μας μαζί με παρελθόντα που τυχαία ή επιτηδευμένα έχουν μείνει στη σύγχρονη επιφάνεια της πόλης. Η Αθήνα παραμένει ένα τεράστιο εργοτάξιο, που βρίσκει στο δρόμο της παρελθόντα και σταματάει τις εργασίες στη μέση, ή τα σβήνει τελείως από τη μνήμη της και συνεχίζει. Λειτουργεί σαν ένα σύνολο, παρόλο που η ιδιότητα της μικροκλίμακας, που γεννιέται διαρκώς μέσα από την πολυμορφία της, δεν μας αφήνει να αντιλαμβανόμαστε με σαφήνεια τον τρόπο αυτής της συνολικής λειτουργίας. «Οι πόλεις μέσα στην πόλη»[9] αντανακλούν τα πολλά επίπεδα της σύγχρονης Αθήνας και το δικαίωμα στην πόλη, στον αστικό τρόπο ζωής αποτελεί τις διεκδικήσεις και τριβές της σύγχρονης καθημερινότητας.



[1] Όπως μας πληροφορεί η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη στο άρθρο Τα προάστια της Αθήνας τον 19ο αιώνα από το βιβλίο Χωρίς Όρια, οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, σελ. 167

[2] Από το 1840 κι ύστερα, σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα της 30ης Αυγούστου «Περί συγχωνεύσεως των Δήμων της επαρχίας Αττικής», όλες οι περιοχές γύρω από το κέντρο – τα προάστια – υπάγονται στον δήμο Αθηναίων, κάτι που ισχύει μέχρι και το 1908.

[3] Όπως μας πληροφορεί ο Χρίστος Ιακωβίδης στο βιβλίο του Νεοελληνική αρχιτεκτονική και αστική ιδεολογία, εκδόσεις Δωδώνη, 1982, σελ. 47.

[4] Από τον πρόλογο του ίδιου στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Μοντέρνα αρχιτεκτονική, Ιστορία και κριτική, εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 14

[5] Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις κρατικές διατάξεις για ένταξη αυθαίρετων συνοικιών που συγκεντρωνόντουσαν σταδιακά γύρω από την πόλη στον αστικό ιστό, μία πολιτική [σκοπιμότητα] που συνεχίζει μέχρι και σήμερα.

[6] Rem Koolhaas, Η Γενική Πόλη, Μετάπολις 2001/ Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, επιμέλεια Γιάννης Αίσωπος, Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Atermon, 2001, σελ. 252

[7] Ό.π., σελ. 253

[8] Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, εκδ. University Studio Press, 1991, σελ. 61

[9] Τίτλος της εισήγησης του καθηγητή Σαρηγιάννη σε συζήτηση του συλλόγου υπαλλήλων βιβλίου – χάρτου Αττικής [12.10.2008] σχετική με την ανάπτυξη της Αθήνας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: