4.5.09

αστικοί μετασχηματισμοί - Ακαδημία Πλάτωνος

27.2.09

26.2.09

23.2.09

Το βιομηχανικό τοπίο_οι αποθήκες

«Παρ’ όλες τις αλλαγές που δέχτηκε η περιοχή, το τοπίο πίσω από τη Λένορμαν και τα πρακτορεία του Κ.Τ.Ε.Λ. εξακολουθεί να είναι το καταφύγιο χαλασμένων αυτοκινήτων, νέων αθλητών, αδέσποτων σκυλιών και μικρών αποθηκών. Κόκκινα, κίτρινα, πράσινα βουλκανιζατέρ και σιδηρουργεία, τα περισσότερα μοιάζουν με φανταστικούς σιδερένιους κύβους που έπεσαν από τον ουρανό […] Γκρι, καφέ και μαύρα κτήρια υπενθυμίζουν μέχρι σήμερα την πρώτη εποχή της βιομηχανικής περιόδου.»

Κ. Β., Επίπεδοι απορροφητήρες[1]


Το τέλος του πάρκου στην Ακαδημία Πλάτωνος σηματοδοτεί και την αρχή της έκτασης που καταλαμβάνουν οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, οι βιομηχανίες και βιοτεχνίες της περιοχής, μέχρι και τα σύνορά της, τις λεωφόρους Κηφισσού, Λένορμαν και Αθηνών στα δυτικά, βόρεια και νότια αντίστοιχα. Το κομμάτι αυτό ονομάστηκε «βιοτεχνικό πάρκο» το 2004, λίγο πριν τη διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα..Περπατώντας στο εσωτερικό του συναντάει κανείς φραγμένες εισόδους, αποθήκες υλικών και διαχωριστικά από ελενίτ σε μία λαβυρινθώδη διαδρομή. Σε χάρτη των Αθηνών[2], που χρονολογείται μεταξύ του 1915 και 1920, αναγνωρίζει κανείς την τοποθεσία των εγκαταστάσεων των βυρσοδεψείων και κεραμοποιείων στη συμβολή των οδών Δανιήλ [σημερινή Αθηνών] και Κωνσταντινουπόλεως. Η εικόνα του τοπίου είναι σίγουρα διαφορετική από εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα με τα βυρσοδεψία, τα καμίνια και τις βιοτεχνίες υφασμάτων[3]. Οι πρώτες βιοτεχνίες ήρθαν να αντικαταστήσουν τις μικρές αγροτικές καλλιέργειες [κυρίως λαχανόκηποι]. Αυτές αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από μεγάλες επιχειρήσεις πανελλαδικού ή διεθνούς βεληνεκούς, κυρίως κατά τη δεκαετία του ΄80. Τα λιγοστά καπνεργοστάσια και υφαντουργεία χρεοκόπησαν και τα κτήριά τους αγοράστηκαν από τη βιομηχανία του έντυπου τύπου. Ένα καπνεργοστάσιο επί της Λένορμαν και το μηχανοποιείο «ΒΙΟ» επί της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν σε κρατική διαχείριση και διατηρούν την αρχική αρχιτεκτονική τους μορφή. Σήμερα στεγάζουν αντίστοιχα την εθνική βιβλιοθήκη του κράτους καθώς και τμήμα της εφορίας Αθηνών και το κέντρο διαλογής των Ε.Λ.Τ.Α.. Ένας κάτοικος της περιοχής μας πληροφορεί πως:

«Το καμίνι ήταν πολύ παλιά ιστορία […] Εγώ ήμουνα δεκαπέντε [15] χρονών όταν έκλεισε […] Έφτιαχνε τούβλα και κεραμίδια. Σταμάτησε ξαφνικά να δουλεύει γιατί φτιάχνανε ταράτσες, σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ και δε δουλευότανε πλέον στην Αθήνα το κεραμίδι […] ήταν αναγκαίο κακό να κλείσει η συγκεκριμένη μονάδα»[4].

Τότε, οι εργάτες έμεναν δίπλα ή σχετικά κοντά στις εγκαταστάσεις. Σήμερα, λίγοι είναι οι κάτοικοι της περιοχής που δουλεύουν στις εκεί επιχειρήσεις, οι οποίες συγκεντρώνουν τον εργασιακό τους πληθυσμό από όλη την υπόλοιπη Αθήνα. Τα περισσότερα βιομηχανικά κτήρια είναι περιφραγμένα και κρυμμένα από τον απλό περαστικό, με φύλακες να ελέγχουν την είσοδό τους. Το βιομηχανικό τοπίο αντιμετωπίζεται ως «ξένο» από τους περισσότερους νέους κατοίκους ενώ δεν μπορεί να αποκοπεί από την συνολική εικόνα της Ακαδημίας Πλάτωνος για τους παλαιότερους. Συνέβαλε στην ίδια τη δημιουργία των γειτονιών της περιοχής, αλλά σήμερα αποτελεί μία διαφορετική μορφολογική δομή που λειτουργεί και εξελίσσεται αυτόνομα μέσα στα όρια της. Δεν προσανατολίζεται προς την Ακαδημία Πλάτωνος, αλλά προς τα έξω, με την Κηφισού και την Αθηνών να παίρνουν το ρόλο της εξόδου και εισόδου του παραγόμενου προϊόντος και της εισροής υλικού. Αμηχανία στον μόνιμο κάτοικο προκαλούν και τα μεγάλα εμπορικά και υπηρεσιακά καταστήματα, τα οποία χτίζονται κυρίως από την πλευρά της λεωφόρου Αθηνών [Carrefour, χρηματιστήριο Αθηνών, κεντρικά τραπεζικά καταστήματα, ασφάλεια Αττικής].

«Τι σχέση να έχουμε εμείς με το χρηματιστήριο; […] Πριν τα πρακτορεία κάνεις αριστερά για να βγεις στην Καβάλας και εκεί βλέπεις αχανές πράγμα […] Βέβαια εμάς δεν μας επηρεάζει εδώ […] Η υποβάθμιση είναι υποβάθμιση. Δεν αλλάζει με τίποτε.»[5]

Το τέλος των βιοτεχνιών σε συνδυασμό με την εμφάνιση mega κτηρίων γεννούν ανοίκεια συναισθήματα στους περισσότερους κατοίκους της Ακαδημίας Πλάτωνος. Η Ρίκα Μπενβενίστε υποστηρίζει πως:

«Σε ένα βαθμό, στη μεταμοντέρνα εποχή, η μνήμη αποτελεί πρόβλημα εξαιτίας του άγχους που μας προκαλούν οι επιπτώσεις της απώλειας των δεσμών με τη συλλογική μνήμη που άλλοτε μας στήριζαν»[6].

Η Ακαδημία Πλάτωνος ήταν το πλησιέστερο βιομηχανικό κομμάτι στο αθηναϊκό αστικό κέντρο από το 1950 και έπειτα. Το «βιοτεχνικό πάρκο» αποτέλεσε δείκτη των οικονομικοπολιτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και γενικά στην πόλη της Αθήνας. Για πολλούς φαντάζει ιδανικό να φύγουν αυτές οι δομές από την περιοχή και να μεταμορφωθεί όλος ο χώρος σε ένα πάρκο που εκτείνεται μέχρι τη λεωφόρο Κηφισσού. Άλλοι, δέχονται το αμετάκλητο της ανάπτυξης που λαμβάνει χώρα. Οι μεταβολές που συμβαίνουν εκεί, όμως, φανερώνουν την κατεύθυνση ανάπτυξης της πόλης γύρω από την περιοχή της εθνικής οδού Αθηνών [Καβάλας]. Οι περισσότεροι κάτοικοι επιθυμούν την απομάκρυνση των βιομηχανικών και επιχειρησιακών εγκαταστάσεων. Η αναβάθμιση, όμως, που αναμένεται στην περιοχή την καθιστά τόπο υποδοχής πανελλαδικών και διεθνών ροών εμπορευματικού χαρακτήρα. Οι εγκαταστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος παραμένουν στη θέση τους περιμένοντας την καινούρια τους χρήση ή την ερείπωσή τους για την κατασκευή σύγχρονων πολυώροφων κτηρίων γραφείων και υπηρεσιών.



[1] Κωνσταντίνος Β., Επίπεδοι απορροφητήρες, Μετάπολις 2001/ Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, επιμέλεια Γιάννης Αίσωπος, Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Atermon, 2001, σελ. 210

[2] Στο βιβλίο του Κώστα Χατζιώτη Γειτονιές της παλιάς Αθήνας, το Μεταξουργείο (Κολωνός και Ακαδημία Πλάτωνος), εκδ. Δήμος Αθηναίων – Πολιτισμικός Οργανισμός, 2005, σελ. 67

[3] Συζήτηση με τον κ.Κώστα, εβδομήντα χρόνια κάτοικο της Ακαδημίας Πλάτωνος [Ιανουάριος 2009]

[4] Συζήτηση με τον κ. Κώστα, ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων και δικύκλων και πενήντα δύο χρόνια κάτοικος στην Ακαδημία Πλάτωνος [Φεβρουάριος 2009]

[5] Συζήτηση με τον κ. Κώστα, ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων και δικύκλων και πενήντα δύο χρόνια κάτοικος στην Ακαδημία Πλάτωνος [Φεβρουάριος 2009]

[6] Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Διαδρομές και Τόποι της Μνήμης, Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, επιμέλεια Ρ. Μπενβενίστε – Θ. Παραδέλλης, σελ. 19


1937


1965


1978


1998

19.2.09

15.2.09

3.2.09

Το τοπίο των ανθρώπων _ Η συλλογική συνείδηση

Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις συγκεντρώνουν πλέον το σύνολο σχεδόν του τριτογενούς τομέα παραγωγής και των επικοινωνιών, γεγονός που τις τοποθετεί αυτόματα ως τα κέντρα των εξελίξεων και τους τόπους που τροφοδοτούν και εξυπηρετούν τον πληθυσμό που συρρέει συνεχώς προς αυτές. Ο χαρακτηρισμός της πόλης ως διάχυτης καθίσταται περιττός και επαναλαμβανόμενος με τη συνεχή μεγέθυνση των ορίων της. Ο ορισμός της βιομηχανικής δυτικής πόλης ως το όριο και τον τόπο όπου εξελίσσονται οι κοινωνικές σχέσεις επιβεβαιώνεται συνεχώς από τις σημερινές δομές. Η σημαντικότερη, όμως, κατάκτηση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων είναι η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και η πολλαπλότητα, το πολυσημαινόμενο της πληροφορίας. Η σύγχρονη αστική κατοίκηση είναι πολυσύνθετη. Ο τρόπος ζωής είναι η δυναμική της πόλης, είτε αυτό περιγράφεται ως νοοτροπία είτε ως η διασταύρωση πολλών διαφορετικών καταστάσεων, αντιλήψεων και ιδεών. Η διασταυρούμενη καθημερινότητα των πόλεων που ζούμε σήμερα, τα εφήμερα γεγονότα σε κάθε τους γωνιά διαμορφώνουν το χώρο όπου διαδραματίζονται, ενώ ο χώρος επηρεάζει ταυτόχρονα τον προσανατολισμό και τα χαρακτηριστικά τους. Το εφήμερο, βέβαια, εμπεριέχει και το επίθετο του ευάλωτου, ακριβώς λόγω της μικρής διάρκειας και τυχαιότητάς του.

Η Αθήνα είναι μία μεγαλούπολη που η ατομική πρωτοβουλία καταλαμβάνει και δημιουργεί χώρους μέσα στην πόλη. Οι εκάστοτε ομάδες πολιτικής, οικονομικής ή κοινωνικής εξουσίας επεμβαίνουν, έμμεσα ή άμεσα, στο έδαφος [με τα πολλά επίπεδα που εμπεριέχει] μέσα από νομικές διατάξεις, αποφάσεις των δημοτικών αρχών και άλλες παρόμοιες διαδικασίες. Ο AldoRossi γράφει πως:

«Η πόλη είναι η μορφή ενός όλου που συντίθεται από επιμέρους τμήματα, από διαφορές, είναι πάνω από όλα μορφές και τύποι που διαρκούν, κατακαθίζοντας μέσα στην τύρβη της ιστορίας»[1].

Αν η σημερινή πόλη της Αθήνας τμηματοποιείται σε διαφορετικούς τόπους, λόγω της πολυμορφίας που τη χαρακτηρίζει στο επίπεδο του αστικού τρόπου ζωής και των δομών που την περιγράφουν, κάθε ένας από αυτούς προσδιορίζεται από μία ατομικότητα που τη διαμόρφωσαν- και διαμορφώνουν- οι κάτοικοί τους. Πώς, όμως, μία αστική περιοχή, ένας τέτοιος τόπος, όπου εφαρμόζονται επεμβατικές αποφάσεις από τον δήμο, τη νομαρχία ή αντίστοιχες δομές αλλάζει σε σχέση με την ίδια την απόφαση, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν σε αυτήν οι κάτοικοί της;

Η Ακαδημία Πλάτωνος είναι μία τέτοια αστική περιοχή, όπου επεμβάσεις - τομές από την εκάστοτε ανώτερη ομάδα διαμόρφωναν το τοπίο της σε συνεχή «διάλογο» με τους κατοίκους της. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις των αρχών του 20ου αιώνα αύξησαν τον πληθυσμό της. Οι γειτονιές που δημιουργήθηκαν εκεί άλλαξαν δραστικά την καθημερινότητά της. Έτσι, η γειτονιά έγινε συνοικία, και οι συνοικίες μία περιοχή με ομοιογενή χαρακτηριστικά ενταγμένη στον αστικό ιστό της Αθήνας, διαμορφώνοντας με το πέρασμα του χρόνου και τη συνείδηση του συνόλου που την κατοικούσε. Με τις σταδιακές ανασκαφές και την απαλλοτρίωση του 1974 η συνείδηση αυτή ενισχύεται. Σε όλους σχεδόν τους κατοίκους υπάρχει αυτή η ανάμνηση, έστω και αν οι νεότεροι δεν την έχουν βιώσει. Η Ρίκα Μπενβενίστε, αναζητώντας τη σημασία της ανάμνησης γράφει:

« Για τον Πλάτωνα η γνώση είναι ανάμνηση, δηλαδή μία διαδικασία που φέρνει στο φως κάτι που ενυπάρχει στο νου και το καθιστά συνειδητό. Στον Αριστοτέλη […] είναι η εκούσια και αποτελεσματική ανάκλησή του.»[2]

Μπορεί το πρόσφατο βιομηχανικό παρελθόν να αντιμετωπίζεται με κάποια αμηχανία από τους κατοίκους της Ακαδημίας Πλάτωνος, αλλά η διαδικασία της απαλλοτρίωσης με τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στην επιφάνεια έχει εντυπωθεί στη μνήμη τους. Ίσως σε αυτό να προσθέτει και η ίδια η ονομασία της περιοχής, ομώνυμη του αρχαιολογικού χώρου. Αυτή η ασυνέχεια που προκάλεσε η απαλλοτρίωση στον δομημένο χώρο είναι πολύ πιο προφανής από τις εργοστασιακές δομές που απλά μετατρέπονται σε αποθήκες και επιχειρήσεις ή αφήνονται στη διεργασία του χρόνου, παραμένοντας εκεί που ήταν εξαρχής. Ακόμη, το αρχαιολογικό πάρκο δεν είναι «καθαρά» ένα αξιοθέατο. Ποτέ δεν οχυρώθηκε όπως οι υπόλοιποι αρχαιολογικοί χώροι της Αθήνας. Λειτούργησε και λειτουργεί ως ένας ελεύθερος χώρος, όπου τα αρχαία είναι προσβάσιμα από όλους κάθε στιγμή της ημέρας. Όπως γράφει πάλι η Ρίκα Μπενβενίστε:

«Στη μεταμοντέρνα κοινωνία όλα τα μνημεία του παρελθόντος είναι το ίδιο μακρινά, το ίδιο προσιτά»[3]

Ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος, βέβαια, δεν φέρει μνημειακό χαρακτήρα, όσο και αν αυτή ήταν η πρόθεση του δήμου της Αθήνας με την επιβεβλημένη πράξη της απαλλοτρίωσης. Όπως είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο η Ακαδημία Πλάτωνος «ξέφυγε» από το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Η διαμόρφωση του αρχαιολογικού πάρκου δεν οφείλεται σε κάποιον πολεοδομικό σχεδιασμό˙ συνιστά ένα χώρο που είναι τυχαίο αποτέλεσμα συνεχών απαλλοτριώσεων και ανασκαφών. Η συλλογική συνείδηση των κατοίκων [«κοινωνική σκέψη» για τον Halbwachs] για αυτά τα αρχαιολογικά ευρήματα έχει δημιουργηθεί μέσα από την αστική καθημερινότητα της περιοχής, μέσα από την καθημερινή χρήση του πάρκου και την άμεση επαφή με αυτά. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως για τους κατοίκους της Ακαδημίας Πλάτωνος διαμορφώνεται μία συλλογική μνήμη για την περιοχή από την καθημερινή επικοινωνία και κινητικότητα σε αυτήν. Η πολιτισμική κατασκευή της μνήμης μεταφράστηκε σε οικειοποίηση αυτών των αρχαίων μορφών μέσα από το τυχαίο των διεργασιών που έλαβαν μέρος στη μορφοποίηση αυτού του χώρου.

Η συλλογικότητα που πηγάζει από την καθημερινή τριβή των κατοίκων της Ακαδημίας Πλάτωνος μεταξύ τους, αλλά και με το ίδιο το έδαφος, αποδεικνύεται διαμορφοποιητική συνθήκη μέχρι και σήμερα. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η κίνηση πρωτοβουλίας κατοίκων που δημιουργήθηκε με αφορμή την προβληματική χρήση ενός οικοπέδου στην περιοχή. Οι δημοτικές αρχές σκοπεύουν να οικοδομήσουν πολυώροφο κτήριο[4] που θα στεγάζει υπηρεσίες της νομαρχίας Αθηνών σε ιδιωτικό οικόπεδο επί των οδών Αίμωνος, Ευκλείδου και Δημοσθένους. Κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών ανασκάψανε τοίχο που εκτιμάται πως είναι «τμήμα του αρχαίου περιβόλου της Ακαδημίας Πλάτωνος»[5], σύμφωνα με την Γ΄ εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Σε κοντινή απόσταση από το οικόπεδο λειτουργούν τρία σχολεία όπου φοιτούν περισσότεροι από πεντακόσιοι μαθητές[6]. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα τέτοιο κτήριο θα αυξήσει την κυκλοφοριακή κίνηση στην περιοχή, προκάλεσαν τη συντονισμένη αντίδραση των κατοίκων για την κατασκευή του. Η διαφωνία τους εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Πέρα από τη διαδικτυακή επικοινωνία και τις πορείες διαμαρτυρίας στην περιοχή, πραγματοποίησαν και μία συναυλία στο πάρκο προς ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου επί του θέματος. Η συλλογική συνείδηση που διαμορφώνεται μέσα από τέτοιες διαδικασίες συμβάλει και αυτή στο μετασχηματισμό του χώρου μέσα από τη δράση του κοινωνικού συνόλου, ακόμη και αν αυτό τελείται μέσα από εφήμερες δράσεις. Η δημιουργία μίας τέτοιας πρωτοβουλίας κατοίκων της περιοχής προϋποθέτει και εξελίσσει τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική συνείδηση ώστε αυτή η συλλογική δράση να φέρει αποτέλεσμα, να επέμβει στον τόπο όπου δημιουργήθηκε. Και η δυναμική αυτής της κίνησης επαληθεύεται καθημερινά από δημοσιεύσεις στον τύπο, αλλά και από την επέκταση των ζητημάτων που απασχολούν την ομάδα των κατοίκων. Πρόσφατα ανακοινώθηκε και η ανέγερση πενταόροφου κτηρίου γραφείων με τριώροφο υπόγειο πάρκινγκ, 19.150 τ.μ., ακριβώς απέναντι από την μελλοντική τοποθεσία του μουσείου Αθηνών. Αξίζει να σημειώσουμε πως το οικόπεδο εξαιρέθηκε από το συνολικό απαλλοτριωμένο τμήμα στην περιοχή. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί τα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα που πηγάζουν από μία τέτοια κίνηση, όταν μάλιστα αναμένεται μεγάλη επισκεψιμότητα στον αρχαιολογικό χώρο με την έναρξη λειτουργίας του μουσείου μέσα στο πάρκο. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους αυτής της απόφασης η ανέγερση αυτού του κτηρίου «δεν προκαλεί έμμεση αισθητική βλάβη στο χώρο της Ιεράς Οικίας της Ακαδημίας Πλάτωνος». Οι κάτοικοι, όμως, διαφωνούν και σε έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό καταφέρνουν να επηρεάζουν τη διαδικασία διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου μέσα από την ομάδα που δημιουργήθηκε αυθόρμητα ως κίνηση πρωτοβουλίας. Μπορεί, λοιπόν, η συλλογική μνήμη, η συλλογική συνείδηση «να υφαίνεται εξαρχής στον ιστό της κοινωνικής αυθεντίας και εξουσίας»[7] αλλά είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα των παροντικών κάθε φορά σχέσεων και δομών που δημιουργεί η καθημερινότητα σε μία πόλη. Δεν μπορεί να είναι ενιαία, αλλά πολλαπλή ακριβώς επειδή συνδιαμορφώνεται από την πολύπλοκη καθημερινότητα. Η συλλογική συνείδηση είναι το άθροισμα όλων των ατομικών συνειδήσεων που συνδιαλέγονται μεταξύ τους για τον τόπο και τον χώρο που τους περιβάλλει· το εφήμερο του χαρακτήρα της βασίζεται στο εφήμερο της καθημερινότητας, καθιστώντας τη σημερινή πραγματικότητα εύπλαστη και ευάλωτη ταυτόχρονα στους συνεχείς μετασχηματισμούς.



[1] Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, εκδ. University Studio Press, 1991, σελ.8

[2] Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Διαδρομές και Τόποι της Μνήμης, Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, επιμέλεια Ρ. Μπενβενίστε – Θ. Παραδέλλης, σελ. 11

[3] Ό. Π., σελ. 20

[4] Σύμφωνα με δημοσιεύσεις σε καθημερινές εφημερίδες πρόκειται για οκταώροφο κτήριο με υπόγειο πάρκινγκ τεσσάρων επιπέδων.

[5] «Παράλληλα προς την οδό Αίμωνος, σε βάθος 2,30 μ. και σε σωζόμενο μήκος 11,80 μ., αποτελούμενος από πωρολιθικούς ογκολίθους, στην αρχική τους θέση ευρισκόμενους»

[6] Δύο ιδιωτικές σχολές, το 60ο δημόσιο δημοτικό σχολείο και το 130ο νηπιαγωγείο που συστεγάζονται. Το συγκεκριμένο οικόπεδο είχε προταθεί αρχικά να στεγάσει καινούριο σχολικό συγκρότημα, λόγω έλλειψης χώρου για τέτοιες υποδομές στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος.

[7] Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Διαδρομές και Τόποι της Μνήμης, Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, επιμέλεια Ρ. Μπενβενίστε – Θ. Παραδέλλης, σελ. 29

31.1.09

Αναδημοσίευση από το blog της πρωτοβουλίας κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος


Το Παναττικό Δίκτυο Κινημάτων Πόλης και Ενεργών Πολιτών καλεί τους πολίτες και τα κινήματα πόλης της Αθήνας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας τη

Δευτέρα 2/2, έξω από το δημοτικό συμβούλιο στο παλιό δημαρχείο της πλατείας Εθνικής Αντίστασης (πρώην Κοτζιά).

Αφορμή της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας αποτελούν το έγκλημα στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων
και οι επιθέσεις που δέχτηκαν η Επιτροπή Πολιτών για τη Διάσωση του Ελαιώνα και οι πολίτες που προσέφυγαν στο ΣτΕ για το Mall Βωβού στο Βοτανικό.


Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Είναι η μεγάλη και συντονισμένη επίθεση που δέχεται το περιβάλλον και οι εναπομείναντες ελεύθεροι χώροι με τις ευλογίες κυβέρνησης, αντιπολίτευσης, δημάρχου και επιχειρηματιών.

Η συγκέντρωση θα ξεκινήσει στις 2 το μεσημέρι. Η παρουσία μας όμως θα κρατήσει ώρες, καθ’ όλη τη διάρκεια του δημοτικού συμβουλίου μέχρι τις 8 το βράδυ.

Καλούμε όλες τις κινήσεις, ομάδες και πολίτες, άσχετα με το αν συμμετέχουν ή όχι στο Παναττικό δίκτυο, να έρθουν και να πλαισιώσουν τη διαμαρτυρία.
Mε πανό και πικέτες, για τα θέματα που θέλουν να αναδείξουν, όποια ώρα μπορούν (λόγω του εργάσιμου της ημέρας) .

Θα είμαστε όλοι και όλες εκεί.
Ο αυταρχισμός και τα εργολαβικά συμφέροντα δεν θα περάσουν.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου, από τις 2 μ.μ. μέχρι το βράδυ, όλοι και όλες έξω από το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας.

Τοπίο 2: Οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής


Η περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος στέκει ως νησίδα πολιορκημένη από αυτές τις τέσσερις λεωφόρους. Κοιτώντας τον τοπογραφικό χάρτη της περιοχής παρατηρεί κανείς ένα ομοιογενές στρώμα από μπετόν να απλώνεται από την οδό Κωνσταντινουπόλεως μέχρι περίπου την οδό Τηλεφάνους, ανάμεσα από τις λεωφόρους Λένορμαν και Αθηνών. Τετραώροφες και πενταόροφες πολυκατοικίες «στριμώχνονται» η μία δίπλα στην άλλη σε ένα σχεδόν ορθοκανονικό σύστημα. Όπως μας πληροφορεί και ο κ.Κώστας, εβδομήντα χρόνια κάτοικος της περιοχής:

«το ’48 με ’50 και πέρα έγινε η αστυφιλία, ήρθε όλη η επαρχία στην Αθήνα, όχι μόνο στην Πλάτωνος […]είχαμε τότε βυρσοδεψία πολλά, καμίνια και κάτι μικροβιοτεχνίες […] την αντιπαροχή την ξεκίνησε ο Καραμανλής, το ’58. Κάθε ένας σαλτιμπάγκος είχε ένα κυβικό ξύλα και έκανε τον μάγκα. Για αυτό ήτανε αναρχία… σε ο,τιδήποτε. Όλα καταργηθήκανε. Εικονικά έβαζε υπογραφή ένας μηχανικός κι έκανε ο άλλος πολυκατοικία χωρίς καμία δομή. Δεν υπήρχε τότε κρατική μέριμνα να γίνει σωστή δουλειά, δεν υπήρχαν αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά έργα. Χτίζανε όλοι σύμφωνα με το βαλάντιό τους».

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως η Ακαδημία Πλάτωνος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των βιομηχανιών και βιοτεχνιών που εγκαταστάθηκαν εκεί, ήταν ένα από τα πρώτα τμήματα της Αθήνας που βίωσε την απότομη πληθυσμιακή αλλαγή και τον «ιδρώτα» της ανοικοδόμησης. Ο Κώστας Χατζιώτης περιγράφει πως:

«Η οδός Άστρους, όπως όλοι σχεδόν οι δρόμοι της συνοικίας ήταν χωματόδρομος ακόμη και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1950 […] Τα σπίτια ήσαν όλα ισόγεια, τα περισσότερα με μεγάλες αυλές που γύρω τους υπήρχαν δωμάτια […] και όπως έγινε με όλη την άλλη Αθήνα, έτσι και εδώ, μέσα σε ελάχιστα μόλις χρόνια, η οδός Άστρους πλημμύρισε από ψυχρούς τσιμεντένιους όγκους, με όλα τα θλιβερά επακόλουθα…»[1]

Η σημερινή ενότητα που παρουσιάζει το τοπίο της περιοχής, πέρα από το ενιαίο της συνολικής μορφής, ξεγελάει τον επισκέπτη του. Η ομοιογενής μορφή που εξωτερικεύει καθίσταται ψευδαίσθηση όταν περιδιαβεί κανείς στο εσωτερικό του και συναντήσει τους μικρόκοσμους που ξετυλίγονται μπροστά του. Τη συνέχεια της τυπολογίας της πολυκατοικίας διαταράσσουν λίγες διάσπαρτες μεσοπολεμικές και νεοκλασικές μονοκατοικίες, τις περισσότερες φορές, όμως, εγκαταλελειμμένες και αφημένες στο έργο του χρόνου, και ανοιχτά οικόπεδα με αναρτημένα τα τηλέφωνα στις πλαϊνές μεσοτοιχίες, δηλώνοντας πως βρίσκονται στο στάδιο αναμονής για την επόμενη σύγχρονη πολυκατοικία. Στα όρια του κτισμένου περιβάλλοντος υπάρχουν οι πλατείες της «Ακαδημίας Πλάτωνος» με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου[2] και του «Σωτήρη Πέτρουλα» δίπλα από σχολικά συγκροτήματα. Δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη ζωτικότητα, όμως, πέρα από τις ώρες λειτουργίας της εκκλησίας και των σχολείων. Το γεγονός αυτό μπορεί να μαρτυρεί την αποστασιοποίηση των κατοίκων από τους σχεδιασμένους δημόσιους χώρους. Οι δρόμοι, όμως, που σχηματίζονται από τα αντικριστά μέτωπα των πολυκατοικιών, διαμορφώνουν δημόσιο χώρο που περιγράφεται από τελείως διαφορετικούς ρυθμούς. Μεγαλύτερη κινητικότητα παρατηρεί κανείς στην κεντρική οδό Πλάτωνος, όπου ο δημόσιος χώρος ορίζεται ως κάτι ανάμεσα στον δρόμο, το πεζοδρόμιο και τα εμπορικά καταστήματα του ισογείου [από το 0 έως τα +5 μέτρα]. Η ιδιωτική πρωτοβουλία καθορίζει το δημόσιο ως το περίσσευμα του κτισμένου περιβάλλοντος, οπότε και τα όρια ποτέ δεν είναι σαφή. Ακόμη παραπέρα, αυτό το dom-ino του Le Corbusier, οι μονάδες κατοίκησης η μία πάνω από την άλλη, προσφέρουν μία ευελιξία ιδιοποίησής τους. Ο καθένας έχει την ευκολία να τους προσδώσει οποιαδήποτε χρήση θέλει. Έτσι, πολλαπλασιάζονται οι ιδιωτικοί μικρόκοσμοι των διαμερισμάτων· κατοικίες, γραφεία, φροντιστήρια, υπηρεσίες, καταστήματα… και οι μικρόκοσμοι αυτοί βγαίνουν προς τα έξω, στη μικροκλίμακα του δρόμου, παίρνοντας μέρος στην δημόσια καθημερινότητα της Ακαδημίας Πλάτωνος. Οι πρόβολοι των πολυκατοικιών αναιρούν τα όρια του ιδιωτικού με το δημόσιο χώρο μέσα από τις συνομιλίες που συναντά τυχαία ο περαστικός του δρόμου, τα απλωμένα ρούχα του ημιωρόφου που ακουμπάει κατά λάθος. Κάθε μπαλκόνι γίνεται ένας προθάλαμος της ιδιωτικότητας και αντίστροφα. Ακόμη, οι ταράτσες διαμορφώνουν ένα ακόμη επίπεδο όπου τα όρια ιδιωτικού και δημοσίου καθιστούνται ασαφή. Αυτό το επίπεδο, βέβαια, αφορά τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς και όχι τους περαστικούς στην περιοχή. «Η σημασία του δώματος περιλαμβάνει αυτό που καλούμε ανάταση, άνοιγμα, ανάδυση, περιλαμβάνει οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό»[3]. Αποτελεί την ήσυχη κορυφογραμμή, όπου ευρισκόμενος κανείς εκεί μεταμορφώνεται στον κατακτητή του βουνού, ξεχνώντας για λίγο τον ρόλο του ελληνικού δώματος ως αποθήκη όσων δεν χωρούν στο διαμέρισμα, και ελέγχει με το βλέμμα του τα μικρογεγονότα της γειτονιάς του, είτε από τα ανοιχτά παράθυρα των ρετιρέ είτε από τα απλωμένα σεντόνια και καλύμματα. Το κάλυμμα ενός κρεβατιού και τα φορεμένα ρούχα «κουβαλούν» τη μυρωδιά, τις αναμνήσεις, τις επιθυμίες, τη ζωή των κατόχων τους. Τα απρόσωπα κτήρια αφήνουν το τυχαίο και ασχεδίαστο της καθημερινότητας να διαμορφώσουν το δημόσιο χώρο, γεγονός που τον καθιστά αυτόματα και τόσο ευάλωτο στους ατέρμονους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στον τόπο αυτόν. Αυτός ο αστικός τρόπος ζωής δεν ακούει σε κάποια συγκεκριμένη μορφική ακολουθία. Κάθε δρόμος αποτελεί και μία ξεχωριστή γειτονιά, οπότε ο αστικός συντελεστής εδώ δεν είναι η επαναλαμβανόμενη μονάδα της πολυκατοικίας, αλλά οι ίδιοι οι κάτοικοι. Ο Κωνσταντίνος Βήτα αναφέρει χαρακτηριστικά στο άρθρο του Επίπεδοι απορροφητήρες[4]:

«Αν για κάποιους αυτές οι περιοχές ήταν ένα πέρασμα, για άλλους εξακολουθούν να είναι τα πράγματα που βγαίνουν και βλέπουν κάθε μέρα. Ακόμα πολλά παιδιά μαθαίνουν ποδήλατο εκεί, ενώ στο πάρκινγκ των σούπερ-μάρκετ ξεπετάγονται οι rollerskaters. Το κάθε τι, παρά την ασφυξία του, γίνεται χώρος κατάληψης. Όλα είναι χρήσιμα. Το αποτέλεσμα; Αφού δεν χρειάζεται αισθητική, αναγκάζεσαι να μετατρέψεις τα σκουπίδια σε κάτι ωφέλιμο και πρακτικό. Αυτή είναι η έννοια της μετάπολης γι’ αυτήν τη γενιά που προσπαθεί να βρει χώρο και να επιβιώσει, στριμώχνοντας τα κομπιούτερ, το κρεβάτι, τα ποδήλατα, τα αυτοκίνητα, τις αφίσες σε χώρους μικροcompact […] Βρισκόμαστε σε περίοδο αλλαγών. Οι περιοχές που δεν είχαν ιδιαίτερο χαρακτήρα θα μεταμορφωθούν πιο εύκολα για τις ανάγκες του μέλλοντος. Πάνω στο μπετόν, το μπετόν συνήθως δεν φαίνεται διαφορετικό. Οι αλλαγές θα γίνουν έτσι κι αλλιώς, χωρίς να ερωτηθούμε, κι ίσως χωρίς να το καταλάβουμε, ξαφνικά, έτσι όπως χτίζεται μία πολυκατοικία δίπλα μας ένα πρωί. Θα ξεφλουδίζεις μία μπανάνα περπατώντας ανώνυμα.»

Η σχέση των κατοίκων με τον αστικό ιστό αλλάζει, όταν σε μία υποβαθμισμένη περιοχή η αξία χρήσης γης αυξάνεται από εξωγενείς παράγοντες και τίποτα δεν μπορεί να παρεμβληθεί για να σταματήσει αυτή τη διαδικασία. Και όσο πιο ταχύτατη η επέμβαση, τόσο πιο δραστική η αλλαγή. Ο χρόνος της πόλης μας έχει αποδείξει τον αντίκτυπο αυτής της διαδικασίας και σε περιοχές της Αθήνας, όπως του Ψυρρή και το Γκάζι. Οι γειτονιές αυτές άλλαξαν σταδιακά χαρακτήρα, οι παλιές χρήσεις γης του μικροεμπορίου αντικαταστάθηκαν από επιχειρήσεις ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Η αναβάθμιση έφερε αύξηση στην αξία κατοικίας και οι κοινωνικές ομάδες με τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπως οι μετανάστες, εκτοπίστηκαν από εκεί. Στην Ακαδημία Πλάτωνος, όπου αυτή η αλλαγή εκτελείται τώρα, μετανάστες που μένουν στις λίγες εγκαταλελειμμένες ή κακοσυντηρημένες μονοκατοικίες φεύγουν από εκεί, ώστε στη θέση τους να ξεφυτρώσει μία ακόμη πολυκατοικία[5]. Ο κ. Τάσος, ιδιοκτήτης συνεργείου δικύκλων στην περιοχή, μας πληροφορεί πως:

«Οι μετανάστες μένουν στα πιο φθηνά και κακοσυντηρημένα σπίτια. Εδώ απέναντι [σ.σ.: επί της οδού Μαραθωνομάχων] θέλανε κάποιοι να φτιάξουν ένα μικρό καταυλισμό, καλύβες. Ξεκίνησαν, όμως, εργασίες για ένα καινούριο κτήριο και τους έδιωξαν […] και στο πάρκο που μένουν καναδυό τσιγγάνοι πρέπει να τους έδωσε λεφτά ο Μπόμπολας [σ.σ.: επιχειρηματίας] και να φύγαν ήσυχα […] Η γειτονιά τώρα έχει αρχίσει να ανεβαίνει».



[1] Κώστας Χατζιώτης, Γειτονιές της παλιάς Αθήνας, το Μεταξουργείο (Κολωνός και Ακαδημία Πλάτωνος), εκδ. Δήμος Αθηναίων – Πολιτισμικός Οργανισμός, 2005, σελ. 64

[2] Χτίστηκε το 1854 επί δημαρχίας Ιωάννου Κόνιαρη στη θέση της παλαιότερης που κατασκευάστηκε το 1835 ως οικογενειακό κοιμητήριο από τον Ιωάννη Καρατζά, μεγαλογαιοκτήμονα στην εποχή της επαναστατικής Ελλάδας.

[3] Βασιλική Νάκου, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier, επιμέλεια: Παναγιώτης Τουρνικώτης, εκδόσεις FUTURA, 2005, σελ. 95

[4] Κωνσταντίνος Β., Επίπεδοι απορροφητήρες, Μετάπολις 2001/ Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, επιμέλεια Γιάννης Αίσωπος, Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Atermon, 2001, σελ. 210

[5] Το γνωστό πλέον φαινόμενο της εξυγίανσης [gentrification] των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών, όπου η αξία χρήσης γης λόγω της αναβάθμισής τους επιφέρει προσθετικά επόμενες καταστάσεις μετασχηματισμών.



Τοπίο 1: Εθνικοί οδοί_Κ.Τ.Ε.Λ.

«…Ενώ όμως η διέλευση με μηχανοκίνητα μέσα από μεγάλους οδικούς άξονες προσφέρει μία συνολική αντίληψη της πόλης, η οχύρωση που προσφέρει το ιδιωτικό αυτοκίνητο απέναντι στο περιβάλλον αίρει εν πολλοίς τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τις αναγκαστικές πορείες μέσα από ανοίκειες περιοχές της πόλης. Με το ραδιόφωνο στη διαπασών, με τη μηχανή να μουγκρίζει στις 4.οοο στροφές, αυτά που βλέπουμε από τα παράθυρα του αυτοκινήτου μας φαίνονται ακόμη πιο απόμακρα. Και ο κόσμος γίνεται μικρότερος, η πόλη μας πιο όμορφη, αλλά και πιο φτωχή.»

Παύλος Λέφας, Μηχανοκίνητα: η «επίσημη» πόλη[1]

Τα σύνορα της Ακαδημίας Πλάτωνος ταυτίζονται με τις λεωφόρους Κηφισσού, Λένορμαν, Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών [Καβάλας] στα δυτικά, βόρεια, ανατολικά και νότια αντίστοιχα. Η λεωφόρος Κηφισσού κατασκευάστηκε πάνω από τον ποταμό Κηφισσό που πηγάζει από το φυσικό κόμβο των βουνών Πεντέλης και Πάρνηθας της Αττικής και διαπερνάει την περιοχή, καταλήγοντας στον κόλπο του Σαρωνικού. Η χάραξη των υπολοίπων οδών είναι πολύ παλιά. Στον «Πίνακα των Αθηνών», χαρτογραφημένο το 1908 από τον Αθ. Γεωργιάδη, συναντάμε τις Λένορμαν και Κωνσταντινουπόλεως ως έχουν σήμερα, ενώ την Αθηνών με την ονομασία οδός Δανιήλ. Από χωματόδρομοι του νεοσύστατου πολεοδομικού σχεδίου αναπτύχθηκαν σήμερα σε οδούς ταχείας κυκλοφορίας που συγκεντρώνουν μεγάλη κινητικότητα οχημάτων και πολλές επιχειρήσεις κατά μήκος τους˙ κατεξοχήν χαρακτηριστικά μίας διάχυτης πόλης, όπως είναι η σύγχρονη Αθήνα.

Ένας διαβάτης δε μπορεί να νοιώσει οικεία στο περιβάλλον μεγαλοδομών του μητροπολιτικού πολιτισμού, όπως οι λεωφόροι και οι εθνικές οδοί, παρά μόνο σε γρήγορη ταχύτητα κίνησης. Δημιουργούν χώρους στους οποίους δε μπορεί να σταθεί κανείς και επιτελούν ακριβώς τη χρήση για την οποία κατασκευάσθηκαν˙ τη μετακίνηση. Η ταχύτητα των οχημάτων, η απλωμένη άσφαλτος, οι μπάρες ασφαλείας, η μεγάλη κλίμακα των εγκαταστάσεων που συντηρούν τέτοιες δομές παράγουν μία βιαιότητα στον άνθρωπο που περπατάει εκεί. Ο Richard Scoffier την εξισώνει με αυτή που κάποτε προκαλούσε η φύση:

«καταστροφικοί χείμαρροι, βουνά με απρόβλεπτες κατολισθήσεις ή αδιάβατα δάση, καταφύγια άγριων ζώων. Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν σήμερα εξαλειφθεί και αντικατασταθεί από μια άλλη βία, πιο απάνθρωπη, πιο συνταρακτική, φορέας της οποίας είναι η ταχεία, ρυπαντική και πυκνή κίνηση των αυτοκινήτων.» [2]

Οι διερχόμενοι κάτοικοι κινούνται στο δημόσιο χώρο μέσω του ιδιωτικού χώρου που ορίζει το όχημά τους. Οι αποστάσεις μικραίνουν χρονικά και πρακτικά με τη χρήση του μηχανοκίνητου ως την πρωταρχική για την μετακίνηση στην πόλη, αλλά μεγαλώνουν όσον αφορά τη σχέση με τα τοπία που διαπερνάει ο οδηγός ή επιβάτης. Όπως το περιέγραψε ρεαλιστικά και ο Παύλος Λέφας στο κείμενό του Η «επίσημη» πόλη, η επικοινωνία με τις περιοχές περιορίζεται στη θέα από το παράθυρο του μηχανοκίνητου. Η Ακαδημία Πλάτωνος αποτελεί τη θέα του κατοίκου που οδηγεί από το κέντρο προς τα βόρεια, νότια, δυτικά προάστια της Αθήνας και αντίστροφα. Η προοπτική που χαράζεται στις λεωφόρους και εθνικές οδούς [περισσότερο στις Αθηνών και Κηφισσού], λόγω της γραμμικότητας πάνω στην οποία αναπτύσσονται, ξετυλίγει στον οδηγό και επιβάτη συστάδες μεγάλων εμπορικών κτηρίων. Γιγαντοαφίσες και διαφημιστικές πινακίδες πληροφορούν με μία κινηματογραφική ακολουθία για κάθε είδους εμπόρευμα και προϊόν για τον κάτοικο της πόλης. Το «κιναισθητικό βάθος αντικαθίσταται από το αμιγώς εγκεφαλικό»[3]. Αυτή η γραμμική ανάπτυξη δομημένου περιβάλλοντος και πληροφορίας δεν έχει κανέναν μορφολογικό κανόνα. Η κάθε επιχείρηση αυτοσχεδιάζει.

Οι χρήστες των οδών γύρω από την Ακαδημία Πλάτωνος παλαιότερα, με τα κάρα και το αργής ταχύτητας τραμ, είχαν ουσιαστική επαφή με την καθημερινότητα του τόπου που διέρχονταν˙ αποτελούσαν κομμάτι της. Ο Κώστας Χατζιώτης περιγράφει για την οδό Λένορμαν:

«Καθώς ο μεγάλος αυτός δρόμος οδηγούσε έξω από την πόλη, προς το προάστιο της Κολοκυνθούς [σ.σ.: Ακαδημία Πλάτωνος], παρουσίαζε πάντοτε μεγάλην κίνηση. Κατ’ αρχήν, κάθε πρωί, πριν ακόμη ξημερώσει, η Λένορμαν υποδεχόταν τους ουλαμούς των κυρ-Μέντιων, που κουβαλούσαν […] όλα τα νωπά προϊόντα που κατευθύνονταν από τα περιβόλια του Μενιδίου και της Κολοκυνθούς προς την αγορά της Αθήνας. Η καθημερινή αυτή παρέλαση ήταν πραγματικά εντυπωσιακή και έδινε […] ένα ιδιαίτερο χρώμα και ζωντάνια στην Λένορμαν […] Υπήρχε, όμως, και μια άλλη παρέλαση, όχι καθημερινή. Επραγματοποιείτο μόνο στις μεγάλες εορτές, όταν οι Αθηναίοι εσυνήθιζαν να επισκέπτονται τις εξοχές. Η Κολοκυνθού ήταν μία από τις αγαπημένες εξοχές των Αθηναίων».[4]

Οι λεωφόροι Κηφισσού και Αθηνών είναι δομές της πόλης που ολοένα επεκτείνονται [και μαζί τους και η ίδια η πόλη]. Είναι οι δρόμοι που κατακλύζονται από τους ταξιδιώτες του σαββατοκύριακου· η είσοδος και η έξοδος της μεγαλούπολης. Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης αναφέρει χαρακτηριστικά πως οι εθνικές οδοί αποτελούν «την καλύτερη συμβολική αναπαράσταση της βίαιης ιδιοποίησης του «άλλου τοπίου» που βρίσκεται έξω από την πόλη και της επ’ άπειρον επέκτασης των προαστίων»[5]. Η Ακαδημία Πλάτωνος, περικυκλωμένη από αυτές τις λεωφόρους, είναι η περιοχή που διέρχονται οι ταξιδιώτες του σαββατοκύριακου ή επισκέπτες και κάτοικοι των προαστίων της Αθήνας. Σήμερα, η επαφή αυτή καθίσταται αμφίβολη μέσα από τη γρήγορη ταχύτητα των μηχανοκίνητων και την εισβολή μεγάλων επιχειρήσεων αμφίπλευρα των μεγάλων δρόμων.

Στη συμβολή των οδών Κηφισσού και Αθηνών βρίσκεται ο σταθμός υπεραστικών λεωφορείων, τα Κ.Τ.Ε.Λ. [Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων] Κηφισσού, και ο σταθμός Λαρίσης στο σημείο που καταλήγει η οδός Κωνσταντινουπόλεως. Σταθμοί – κόμβοι όπου συμβαίνουν πληθώρα γεγονότων. Ο σταθμός Κ.Τ.Ε.Λ. Κηφισσού, σε αντίθεση με το σταθμό Λαρίσης, είναι δύσκολα προσβάσιμος από το κέντρο της Αθήνας [με Ι.χ. ή ταξί ή τη γραμμή αστικού λεωφορείου 051] και αποτελεί προϊόν πρόχειρων και τυχαίων κατασκευών και προσθηκών. Η έλλειψη ενός ενιαίου σχεδιασμού δίνει μία χαοτική εντύπωση για τον χώρο αυτόν, ίσως και του παραμελημένου, γεγονός που δεν φαίνεται να απασχολεί κάποιον, αφού ο περισσότερος κόσμος θέλει απλά να φύγει, να εκδώσει το εισιτήριο του προορισμού του. Οι συχνοί ταξιδιώτες, βέβαια, φαίνεται πως είναι περισσότερο οικειοποιημένοι με τον χώρο αυτόν. Παρόλο, όμως, που η πρόσβαση και η έξοδος τους πραγματοποιείται διαμέσου της Ακαδημίας Πλάτωνος, τα Κ.Τ.Ε.Λ. αποτελούν έναν χώρο αποκομμένο από την περιοχή, αυτόνομο. Τα λεωφορεία από την περιφέρεια εισέρχονται κατευθείαν μέσω της λεωφόρου Κηφισσού στο κτήριο που στεγάζει την υπηρεσία των Κ.Τ.Ε.Λ.. Οι αφικνούμενοι ταξιδιώτες χρεώνουν ένα ταξί, επιβιβάζονται στο λεωφορείο της γραμμής 051 ή στο ιδιωτικό όχημα που τους περιμένει. Το αντίστροφο συμβαίνει κατά την αποχώρηση από την Αθήνα. Οι ταξιδιώτες, και στις τρεις περιπτώσεις, είναι διερχόμενοι της Ακαδημίας Πλάτωνος˙ όπως και οι οδηγοί στις λεωφόρους που συνορεύουν με την περιοχή. Η πρόσβαση στα Κ.Τ.Ε.Λ. είναι μία διαδικασία στην οποία από ένα πρώτο σημείο βρίσκεται σε ένα δεύτερο. Το ενδιάμεσο των σημείων συνιστά την απόσταση που χρειάζεται να καλυφθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Γ. Τζιρτζιλάκης προσδιορίζει τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων ως «μια μεθοριακή και ασυνάρτητη κατάσταση στην καρδιά της πόλης» και την «ενδοβολή της περιφέρειας»[6] . Δεν πρόκειται παρά για έναν χώρο όπου κυριαρχεί το εφήμερο της καθημερινότητας μέσα από τη συμπύκνωση διαφορετικών κόσμων σε ένα σημείο˙ έναν κόμβο που συγκεντρώνει διαφορετικές ροές και σχέσεις από την Αθήνα και την περιφέρειά της.

Νέες δομές, όπως τα κτήρια που στεγάζουν το χρηματιστήριο Αθηνών και τη γενική ασφάλεια Αττικής, εμφανίζονται σήμερα επί της εθνικής οδού Αθηνών [Καβάλας] στο κομμάτι που συνορεύει με την Ακαδημία Πλάτωνος. Πρόκειται για κτήρια – σημεία, όπως και οι εγκαταστάσεις των Κ.Τ.Ε.Λ. Κηφισσού, που προσθέτουν έναν κομβικό και συγκεντρωτικό χαρακτήρα στην περιοχή. Η τοποθέτηση τέτοιων συμβολικών κτηρίων του σύγχρονου πολιτισμού αποδεικνύει και τους προσανατολισμούς του μετασχηματισμού της πρωτεύουσας. Ο Κωνσταντίνος Βήτα[7], παιδί που ζούσε «πέρα από το ποτάμι» [σ.σ.: τον Κηφισσό] γράφει το 1994:

«Η Αθήνα είναι όμορφη γιατί; […] Από το ΄87 και μετά, από τότε που άνοιξαν τα πρώτα εμπορικά κέντρα σε κάθε προάστιο, το κέντρο της Αθήνας δεν είχε νόημα. Οι εμπορικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν παντού. Στη Λένορμαν χρειάστηκε να καταστραφούν δύο κινηματογράφοι, η Αστόρια και η Αρμονία, για να γίνει το σούπερ-μάρκετ Ατλαντίκ […] Τα ευρωπαϊκά τυριά για τοστ ήταν δίπλα απ’ το σπίτι μας.»[8]

Οι εθνικές οδοί και λεωφόροι ταχείας κυκλοφορίας προσδιορίζονται σήμερα από τους όρους της απείρου ανάπτυξης και επέκτασης. Πέρα από την κύρια λειτουργία τους ως φορείς της μηχανοκίνητης μετακίνησης γεννούν κατά μήκος τους και οικονομικές δομές που βρίσκονται σε αμφίδρομη σχέση με την ανάπτυξη της πόλης. Με το φως της ημέρας η πόλη ταξιδεύει μέσω αυτών των «άλλων τόπων», ενώ τη νύχτα οι παράνομες δραστηριότητες συνομιλούν με τους διανυκτερεύοντες φύλακες των άδειων πλέον κτηρίων στα περίχωρα της Αθήνας.


[1] Από το βιβλίο Η μετάβαση της Αθήνας, επιμέλεια Χριστίνας Κάλμπαρη και Κώστα Ντάφλου, εκδ.futura, 2003

[2] Athens 2002 Absolute Realism, 8η διεθνής έκθεση αρχιτεκτονικής, μπιενάλε Βενετίας 2002, επίτροποι: Τάκης Κουμπής, Θανάσης Μουτσόπουλος, Richard Scoffier, σελ. 62

[3] Ό.π., σελ. 63

[4] Κώστας Χατζιώτης, Γειτονιές της παλιάς Αθήνας, το Μεταξουργείο (Κολωνός και Ακαδημία Πλάτωνος), εκδ. Δήμος Αθηναίων – Πολιτισμικός Οργανισμός, 2005, σελ. 58

[5] Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Suburborama. Συναρμογές της διάχυτης πόλης, σελ. 146, [Χωρίς όρια: οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, επιμέλεια Νίκος Καζέρος & Παύλος Λέφας, εκδ.futura, 2003]

[6] Ό.π., σελ. 151

[7] Ο Κ.Β. σπούδασε ζωγραφική και γραφικές τέχνες στη Μελβούρνη Αυστραλίας και δημιούργησε το ηλεκτρονικό γκρουπ των Στέρεο Νόβα.

[8] Κωνσταντίνος Βήτα, Κωδικός Μηδένα Ένα, Η πόλη που αγαπάμε να μισούμε, περιοδικό 01, Μάιος 1994