17.11.08

Η αναζήτηση σε άρθρα για την ιστορία αυτού του τόπου σταματάει στο 1929, οπότε και απαλλοτριώθηκε το κομμάτι που αποτελεί σήμερα το πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Για να μπορέσουμε να δούμε τι έχει συμβεί εκεί, έστω με μία χρονολογική σειρά, χρειάζεται μία σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που έχουν επηρεάσει έναν τέτοιον τόπο, στα πλαίσια που αυτός αποτελεί κομμάτι μίας ελληνικής πραγματικότητας.

Το 1830 αποτελεί μία χρονολογία – ορόσημο για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αποτέλεσμα της επανάστασης αλλά και πολιτικών παραγόντων, γεγονός που επηρέασε όπως είδαμε και την ευρωπαϊκή Δύση. Από τότε αρχίζει η διαμόρφωση μιας συνείδησης εθνικής, η οποία όμως μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους φέρει ένα πρωτόλειο χαρακτήρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι., χρόνια πολύ σημαντικά και αποφασιστικά για τους Έλληνες, τη νεοελληνική συνείδηση διαποτίζει και διαμορφώνει η «Μεγάλη Ιδέα». Εκείνο που προβάλλεται στον ιδεολογικό τομέα και εκφράζεται κατεξοχήν από τον ιστορικό Κων/νο Παπαρηγόπουλο είναι η ενότητα και η συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού. Ο όρος Ελληνισμός έρχεται και επανέρχεται ενώ ο μεγαλοϊδεατισμός με τον πρωτεϊκό χαρακτήρα του νοήματός του ενεργεί με ποικίλους τρόπους στην ελληνική συνείδηση. Στην αρχή του 20ου αι. ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα υλοποιήσει τα οράματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Έθνους με επιστέγασμα των προσπαθειών του τις νίκες στους Βαλκανικούς πολέμους. Την ευφορία των Βαλκανικών πολέμων διαδέχεται η δίνη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο εσωτερικός διχασμός και η μικρασιατική καταστροφή. Με αυτήν, θανατώνεται η Μεγάλη Ιδέα και μαζί της όλα τα πνευματικά στοιχεία που είχαν επηρεάσει τους Έλληνες έως τότε. Με την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα αλλάζει ριζικά η παραδοσιακή μορφή της χώρας. Την πτώση που θα φέρει η ήττα στο μικρασιατικό πόλεμο θα ακολουθήσει μια ψυχική ανασύνταξη. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Μεγάλη Ιδέα, της οποίας κάποιες βασικές ερμηνείες έχουν παύσει πλέον να είναι εφικτές, θα μείνει πάντοτε στο επίκεντρο των ελληνικών συνειδήσεων, προσαρμοσμένη, όσο γίνεται, στην νέα κατάσταση. Ο φόβος συρρίκνωσης του Ελληνισμού θα οδηγήσει σε ανασύνταξη των δυνάμεων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου γίνεται στροφή που αποβλέπει στην «ελληνική πραγματικότητα» και τίθεται εκ νέου το θέμα της εθνικής ταυτότητας και αυτογνωσίας. Πολλοί θεωρητικοί επιδιώκουν να ανασυνδέσουν το νέο Ελληνισμό με τον αρχαίο κόσμο μέσα στα πλαίσια κάποιου Διαφωτισμού (Περ. Γιανννόπουλος, Ίωνας Δραγούμης). Παράδειγμα αυτής της αντίληψης που επικρατεί αποτελεί και η προσπάθεια του Άγγελου Σικελιανού, ο οποίος με τις Δελφικές παραστάσεις προσπαθεί να ενώσει μυστηριακά τον αρχαίο πολιτισμό με το σύγχρονο λαϊκό. Στην περίοδο του μεσοπολέμου, ενώ ο μεγαλοϊδεατισμός με τη μορφή της επέκτασης του ελληνικού κράτους έχει σβήσει, ο απόηχος της Μεγάλης Ιδέας μετασχηματισμένος σε νέες μορφές εξακολουθεί να υπάρχει και να επηρεάζει. Όσον αφορά τις πολιτικές και πολιτειακές ιδέες της γενιάς του ’30, προβάλλεται ως ιδανικό ο αστικός ουμανισμός που θα δώσει λύση στα προβλήματα της εποχής. Μια ιδεατή πολιτεία, ουτοπική και απραγματοποίητη που προσπαθεί να αντιταχθεί το σοσιαλιστικό ιδανικό που δυναμικά κάνει την εμφάνισή του. Δε βρέθηκε όμως και το κοινό σημείο επαφής απέναντι στον κίνδυνο που άρχισε να διαγράφεται στον κοινωνικό ορίζοντα: τον κίνδυνο του φασισμού. Η αποτυχία σε πολιτικό επίπεδο δημιουργίας μετώπου Δημοκρατίας θα έχει τις επιπτώσεις του στον ιδεολογικό-πνευματικό τομέα.
Επισημάναμε προηγουμένως ότι στην περίοδο του μεσοπολέμου γίνεται πολλαπλή προσπάθεια στήριξης των νέων ελληνοκεντρικών ιδεολογιών. Στα πλαίσια της ιδέας μιας Ελλάδας, «τόπου ιερού, λίκνου της Δύσης», που επιβάλλεται να ακτινοβολεί προβάλλονται τα αρχαία μνημεία μέσα από την αρχαιολογική ανασκαφή. Εκείνη την περίοδο ήταν που ένας λόγιος και αστός, ο Αριστόφρων, Αιγύπτιος κι ελληνικής καταγωγής, κατάφερε να επέμβει στο τοπίο της Ακαδημίας Πλάτωνος, επηρεασμένος από τις ιδέες του δυτικού πολιτισμού για τον ελλαδικό χώρο. Έτσι, το 1929 ο Αριστόφρων ξεκίνησε τις ανασκαφές στην περιοχή, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν τα αρχαία ευρήματα που υπάρχουν και σήμερα στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Οι έρευνες που διενεργούσε γινόντουσαν με δικά του χρήματα και όπου έβρισκε αρχαία, αγόραζε το οικόπεδο ώστε αργότερα να το κάνει δωρεά στο δημόσιο. Οι ανασκαφές του Αριστόφρονος σταματάνε το 1939 οπότε και τις έρευνες συνεχίζει μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη δεκαετία του ’50, ο αρχαιολόγος Φοίβος Σταυρόπουλος. Η δεκαετία αυτή, όμως, χαρακτηρίζεται από την έντονη οικοδόμηση της Αθήνας, γεγονός που εμπόδισε τη συνέχεια των ανασκαφικών εργασιών. Πολλά αρχαία βρίσκονται σήμερα κάτω από τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής που κυκλώνουν το πάρκο στην Ακαδημία Πλάτωνος. Για πρώτη φορά στη περιοχή αυτήν, το 1974 κηρύσσεται απαλλοτριούμενος χώρος μια έκταση 120 στρεμμάτων, η οποία το 1978 μειώνεται, ενώ ταυτόχρονα κηρύσσεται άλσος πρασίνου. Σήμερα από τα 150 περίπου στρέμματα εκκρεμεί η απαλλοτρίωση 10 στρεμμάτων. Αυτή η εκκρεμότητα είναι απαγορευτική για τη συνολική περίφραξη του χώρου, που σήμερα είναι χωρισμένος σε τρία τμήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χώρος διακόπτεται από τις οδούς Δράκοντος και Μοναστηρίου, οι οποίες, εάν και εφ' όσον γίνουν οι σχετικές ρυμοτομικές ρυθμίσεις από το ΥΠΕΧΩΔΕ, θα καταργηθούν, ώστε να ενοποιηθούν τα τρία τμήματα. Μέχρι πρόσφατα η έκταση των 150 στρεμμάτων, που σήμερα είναι ελεύθερη και χαρακτηρισμένη ως «αρχαιολογικός χώρος» και «άλσος», κατακλυζόταν από σπίτια. Την περίοδο 1991 - 1993 απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν 150 σπίτια στα οποία ζούσαν Τσιγγάνοι, ρακοσυλλέκτες, Πομάκοι που είχαν κατέβει από τη Θράκη, κ.ά.

Τι σημαίνει, όμως, η πράξη της απαλλοτρίωσης; Σύμφωνα με τον Aldo Rossi, «οι καταστροφές και οι κατεδαφίσεις, οι απαλλοτριώσεις και οι ριζικές αλλαγές στη χρήση του χώρου, καθώς και η εκμετάλλευση ή η παλαίωση, είναι μεταξύ των πιο γνωστών μέσων έκφρασης της δυναμικής της πόλης». Η Αθήνα αποτελεί μία πόλη γεννημένη μέσα από το μύθο, και το μνημείο που αποκαλύπτεται επικυρώνει αυτόν το μύθο. Μπορεί το 1930 να ήταν μία περίοδος αστικοποίησης, όπου μάζες ερχόντουσαν στο μικρό, ακόμη, αστικό κέντρο προς αναζήτηση εργασίας ή διαφορετικής ποιότητας ζωής –πέρα από τους χαρακτηρισμούς της καλής ή κακής ποιότητας ζωής- χωρίς να υπάρχει κάποιο πολεοδομικό ή οικοδομικό σχέδιο, αλλά φαίνεται πως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και μία αστική συνείδηση, ή έστω μία συνείδηση της πόλης που τώρα αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Και η Αθήνα αποτελεί μία ακόμη πιο ιδιάζουσα περίπτωση, μιας και η ιστοριογραφία και τα μνημεία, μας υπενθυμίζουν πως ο τόπος πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η πόλη φορτίζεται από γεγονότα και καταστάσεις που τρέχουν πολύ πίσω στο χρόνο. «Η πόλη μεγαλώνει πάνω στον εαυτό της, αποκτάει συνείδηση και μνήμη του εαυτού της». Η δυναμική της πόλης αφορά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει τον χαρακτήρα της μέσα στο χρόνο, όπως κάνει μέσα από συγκεκριμένες αποφάσεις που παίρνονται συνήθως από τις εκάστοτε αρχές (δημοτικές) -ανάδειξη ιστορικού κέντρου, εμπορικές οδοί, τοποθέτηση σημαινόντων κτηρίων, άλση κ.ά.-. Η Αθήνα είναι μία τέτοια πόλη, που θέλει να τονίσει την πορεία της μέσα στο χρόνο, την «ωριμότητά» της. Κίνητρα για αυτό φαίνεται να είναι η προβολή ενός πολιτισμού που έχει αφήσει τα ίχνη του σε αυτόν τον τόπο, όπως η περίπτωση της απαλλοτρίωσης που αρχίζει από το 1929 στην Ακαδημία Πλάτωνος, ή ακόμη και η προβολή ενός τέτοιου χαρακτήρα για τουριστική προσέλκυση και οικονομική εκμετάλλευση, που οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Πώς, όμως, η πόλη όπου εφαρμόζονται ανάλογες αποφάσεις αλλάζει σε σχέση με την ίδια την απόφαση, αλλά και με τον τρόπο που αντιδρούν σε αυτήν οι κάτοικοί της; Για να μπορέσει κανείς να προσδιορίσει καλύτερα τη λειτουργία αντίστοιχων μηχανισμών, χρειάζεται να εντοπίσει πιο συγκεκριμένα τις αλλαγές που συμβαίνουν στα διάφορα τμήματα της πόλης. Παράγοντες όπως οι χρήσεις γης, η μορφολογία του εδάφους (σε συνδυασμό με αυτήν των οικοδομημάτων), αλλά και άλλοι, τμηματοποιούν την πόλη σε διαφορετικούς τόπους. Σε πείσμα της ατέρμονης παρέλασης των πιο ετερόκλητων χρήσεων η δομή της αστικότητας παραμένει σταθερή. «Η πόλη είναι η μορφή ενός όλου που συντίθεται από επιμέρους τμήματα, από διαφορές, είναι πάνω από όλα μορφές και τύποι που διαρκούν, κατακαθίζοντας μέσα στην τύρβη της ιστορίας» . Βέβαια, κάθε τέτοιο τμήμα αποτελεί και έναν μοναδικό τόπο, η ατομικότητα του οποίου προσδιορίζεται από το περιβάλλον που δημιούργησαν και δημιουργούν οι κάτοικοί του. Μπορεί τα αρχαία να αποτελούν ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την Ακαδημία Πλάτωνος, αλλά δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί την περιοχή ως μοναδική χωρίς τη συγκεκριμένη ανθρώπινη παρουσία που δρα σε αυτήν. «[…] αναρωτήθηκα πολλές φορές πού αρχίζει η ατομικότητα, η ιδιαίτερη φύση δηλαδή ενός αστικού συντελεστή. Αν οφείλεται στην μορφή του, στη λειτουργία του, στη μνήμη ή σε τίποτε άλλο. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οφείλεται στο γεγονός και στη μαρτυρία του, που είναι αυτή ακριβώς που παγιώνει το γεγονός». Έτσι, βλέπουμε στην Ακαδημία Πλάτωνος πως παρόλο που υπήρξε μία κίνηση – τομή στο τοπίο της από το δημόσιο, όπως η απαλλοτρίωση, η οποία είχε μεγάλη διάρκεια στην ιστορία του τόπου και συνεχίζει ακόμη και σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος που δημιουργήθηκε αποτελεί έναν από τους λίγους που λειτουργούν χωρίς εισιτήριο και με ελεύθερη πρόσβαση, γεγονός που τον έχει μετατρέψει σε πάρκο της περιοχής. Παρακολουθώντας τους εργάτες να σχολάνε από τις βιομηχανίες που βρίσκονται δίπλα σε αυτό και να το διασχίζουν στο δρόμο για το γυρισμό, τους κατοίκους των πολυκατοικιών της αντιπαροχής να έρχονται για βόλτα και την συναυλία που πραγματοποιείται στον χώρο του με τη συλλογική προσπάθεια των κατοίκων για θέμα που αφορά τον τόπο τους, φαίνεται πως το ίδιο το πάρκο, μαζί με τα αρχαία εκεί, αποτελούν ένα μοναδικό αστικό συντελεστή, διαμορφώνοντας όχι μόνο το τοπίο μορφολογικά, αλλά και τη συνείδηση των ανθρώπων που κατοικούν γύρω τους. Και η συλλογική μνήμη που διαμορφώνεται μέσα από τέτοιες διαδικασίες συμβάλει και αυτή στο μετασχηματισμό του χώρου μέσα από τη δράση του κοινωνικού συνόλου. Η δράση αυτή εμπεριέχει και το γεγονός της συναυλίας στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος. Η απόφαση για απαλλοτρίωση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου συμπεριλαμβάνει και την οικοδόμηση, σε κομμάτι της απαλλοτριωμένης περιοχής, του αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας έως το 2014. Δίπλα από αυτό το κομμάτι υπάρχει οικόπεδο που ανήκει σε ιδιώτη, στο οποίο οι δημοτικές αρχές σκοπεύουν να οικοδομήσουν πολυώροφο κτήριο για την νομαρχία Αθηνών. Δεν είναι δύσκολο να υποψιαστεί κανείς τους λόγους που δεν απαλλοτριώθηκε και εκείνο το οικόπεδο, ώστε να γίνουν κι εκεί ανασκαφικές εργασίες, μιας και ένα δημόσιο κτήριο που θα στεγάζει και εμπορικό κέντρο αποτελεί πρόσφορο έδαφος για κέρδος όταν λειτουργεί δίπλα σε ένα μουσείο για το οποίο προβλέπεται μεγάλη επισκεψιμότητα. Αν σκεφτούμε και τη λογική με την οποία επιλέγονται σήμερα αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης ώστε να σχεδιάσουν δημόσια κτήρια σε μία πρωτεύουσα που ανταγωνίζεται πλέον με τις υπόλοιπες ανά τον κόσμο για τη διεθνή αναγνώριση και προβολή, τα οποία έχουν πολιτικό και οικονομικό σκοπό, όπως και έγινε με το μουσείο της Ακρόπολης και με το «στέγαστρο Καλατράβα» επί ολυμπιακών αγώνων, τότε μπορούμε ίσως να προϊδεαστούμε για τη σημασία όλου αυτού του εγχειρήματος και των οικονομικοπολιτικών συμφερόντων που το ακολουθούν. Και το γεγονός ακριβώς της διαμαρτυρίας των κατοίκων μέσω της συναυλίας (και όχι μόνο) προϋποθέτει τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική συνείδηση ώστε αυτή η συλλογική δράση να φέρει αποτέλεσμα, να επέμβει στον τόπο όπου δημιουργήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: